Νομικός και πολιτικός από την Κορινθία, που διετέλεσε δύο φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας την τριετία 1932-1935. Ηγέτης του Λαϊκού Κόμματος, υπήρξε διακεκριμένη πολιτική φυσιογνωμία της συντηρητικής παράταξης στα χρόνια του Μεσοπολέμου.
Ο Παναγής (Παναγιώτης) Τσαλδάρης γεννήθηκε στο Καμάρι Κορινθίας το 1868 από οικογένεια μικρασιατικής καταγωγής, που είχε εγκατασταθεί στην Πελοπόννησο περί το 1750. Ο πατέρας του, Επαμεινώνδας Τσαλδάρης, ήταν δικολάβος, έμπορος και καλλιεργητής γης.
Μαθήτευσε στο Δημοτικό Σχολείο της γενέτειράς του, στο Ελληνικό Σχολείο του Ξυλοκάστρου και στο Γυμνάσιο Κόρινθου. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1883-1888) και αναγορεύθηκε αριστούχος διδάκτωρ το 1889. Το 1890 διορίστηκε δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Πατρών και το ίδιο έτος αναχώρησε στο εξωτερικό για μεταπτυχιακές σπουδές. Παρακολούθησε νομικά μαθήματα στα πανεπιστήμια Γοτίγγης, Λειψίας και Παρισίων.
Επανήλθε στην Ελλάδα τον Ιούλιο τού 1893. Το ίδιο έτος μετατέθηκε ως δικηγόρος στην Αθήνα. Αρχικά, ο κύκλος των εργασιών του ήταν πολύ περιορισμένος και αναγκάστηκε να ιδρύσει νομικό φροντιστήριο για να αντιμετωπίσει τις βιοτικές ανάγκες του. Ένας από πιο διακεκριμένους μαθητές του ήταν ο μετέπειτα πρωθυπουργός Αλέξανδρος Διομήδης. Τελικά, η νομική του εμβρίθεια αναγνωρίστηκε και διορίστηκε γραμματέας της Επιτροπής Σύνταξης του Αστικού Κώδικα.
Ο Παναγής Τσαλδάρης πολιτεύθηκε για πρώτη φορά το 1910. Εξελέγη βουλευτής Αργολιδοκορινθίας στις εκλογές της 8ης Αυγούστου 1910 για την ανάδειξη της Α' Αναθεωρητικής Βουλής. Δεν έλαβε μέρος στις επόμενες εκλογές της 28ης Νοεμβρίου 1910 (Β' Αναθεωρητική Βουλή), ακολουθώντας την τακτική των παλαιών κομμάτων, που απείχαν της εκλογικής διαδικασίας. Μετέσχε, όμως, στις εκλογές της 11ης Μαρτίου 1912, κατά τις οποίες επανεξελέγη βουλευτής Αργολιδοκορινθίας και από τότε εκλεγόταν συνεχώς.
Στη Βουλή ακολουθούσε ως ανεξάρτητος τον Δημήτριο Γούναρη, με τον οποίο τον συνέδεε στενή φιλία. Στις 25 Φεβρουάριου 1915 ανέλαβε το Υπουργείο Δικαιοσύνης στην κυβέρνησή του και παραιτήθηκε στις 10 Αυγούστου, όταν το Κόμμα των Εθνικοφρόνων του Δημητρίου Γούναρη αποδοκιμάστηκε στις εκλογές της 31ης Μαΐου 1915.
Κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού εκτοπίστηκε στην Ύδρα και κατόπιν στη Σκόπελο. Εκεί γνωρίστηκε με τη Λίνα Λάμπρου (1887-1981), θυγατέρα τού διαπρεπούς βυζαντινολόγου και πρώην πρωθυπουργού Σπυρίδωνος Λάμπρου, επίσης εκτοπισμένου. Το ζευγάρι παντρεύτηκε στην Κηφισιά στις 10 Ιουλίου 1919.
Στις κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν μετά την ήττα του Ελευθερίου Βενιζέλου στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, υπό τους Δημήτριο Ράλλη, Νικόλαο Καλογερόπουλο και Δημήτριο Γούναρη, μετέσχε ως υπουργός Εσωτερικών και Συγκοινωνίας (4 Νοεμβρίου 1920 - 24 Ιανουαρίου 1921 και 24 Ιανουαρίου 1921 - 26 Μαρτίου 1921) και υπουργός Συγκοινωνίας (26 Μαρτίου 1921 - 2 Μαρτίου 1922).
Τον Μάρτιο του 1922 αναχώρησε για το εξωτερικό για λόγους υγείας και επανήλθε στην Ελλάδα τον Αύγουστο, όταν είχε αρχίσει να καταρρέει το Μέτωπο στη Μικρά Ασία. Συνελήφθη και φυλακίστηκε από την Επανάσταση του 1922, αποφυλακίστηκε όμως στις 8 Ιανουαρίου 1923, μετά τη χορήγηση αμνηστίας για τα πολιτικά αδικήματα.
Δεν έλαβε μέρος στις εκλογές της 16ης Δεκεμβρίου 1923, όπως και το κόμμα του, για την εκλογή της Δ' Συντακτικής Συνέλευσης, διαμαρτυρόμενος για τις διώξεις που ακολούθησαν το κίνημα Λεοναρδόπουλου - Γαργαλίδη. Τον Ιανουάριο του 1924 ανέλαβε την προσωρινή αρχηγία του Λαϊκού Κόμματος, όπως είχε μετονομαστεί από τον Νοέμβριο 1920 το Κόμμα των Εθνικοφρόνων του Δημητρίου Γούναρη, και στις 4 Μαΐου 1924 την οριστική αρχηγία.
Εκ πεποιθήσεως βασιλόφρων, εργάστηκε για την επικράτηση της Βασιλευομένης Δημοκρατίας κατά το δημοψήφισμα της 13ης Απριλίου 1924 και δεν αναγνώρισε το αποτέλεσμα τούτου, που απέβη υπέρ της αβασίλευτης (προεδρευομένης) δημοκρατίας, διότι θεώρησε ότι αυτό δεν υπήρξε γνήσιο. Αντιτάχθηκε στη δικτατορία Πάγκαλου και στις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926, που ακολούθησαν την πτώση του δικτάτορα, το Λαϊκό Κόμμα, υπό την αρχηγία του, εξασφάλισε 60 έδρες. Επειδή κανένα κόμμα δεν εξασφάλισε την απόλυτη πλειοψηφία, σχηματίστηκε Οικουμενική Κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, στην οποία ανέλαβε το Υπουργείο Εσωτερικών (4 Δεκεμβρίου 1926 - 17 Αυγούστου 1927).
Στις εκλογές της 19 Αυγούστου 1928 το Λαϊκό Κόμμα πέτυχε την εκλογή μόνο 19 βουλευτών, λόγω του εκλογικού νόμου, και στις γερουσιαστικές εκλογές της 21ης Απριλίου 1929 μόνο 10 γερουσιαστών. Στις εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου 1932 το κόμμα του εξέλεξε 95 βουλευτές και στις 4 Νοεμβρίου 1932 σχημάτισε κυβέρνηση μειοψηφίας με την ανοχή των λοιπών κομμάτων και με τη σύμπραξη του αρχηγού του Εθνικού Ριζοσπαστικού Κόμματος, Γεωργίου Κονδύλη, του αρχηγού των Ελευθεροφρόνων, Ιωάννη Μεταξά, και του απόστρατου υποναυάρχου Αλέξανδρου Χατζηκυριάκου, που, εν τω μεταξύ, είχε αλλάξει στρατόπεδο.
Πριν από την ορκωμοσία του ως πρωθυπουργός, με έγγραφη δήλωσή του αναγνώρισε ανεπιφύλακτα το υφιστάμενο πολίτευμα της προεδρευομένης δημοκρατίας. Η κυβέρνησή του διατηρήθηκε στην εξουσία έως τις 16 Ιανουαρίου 1933, οπότε ανατράπηκε από τα κόμματα και τις προσωπικότητες που τη στήριζαν.
Κατά τις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933 συνεργάστηκε με τους Γεώργιο Κονδύλη, Iωάννη Μεταξά και Αλέξανδρο Χατζηκυριάκο και πλειοψήφησε με 135 βουλευτές. Τη νύκτα της 5ης προς 6η Μαρτίου 1933, όταν έγιναν γνωστά τα αποτελέσματα, εξερράγη στρατιωτικό κίνημα υπό τον Νικόλαο Πλαστήρα. Το κίνημα, όμως, δεν επικράτησε και σχηματίστηκε προσωρινή κυβέρνηση από τον αντιστράτηγο Αλέξανδρο Οθωναίο, η οποία παραιτήθηκε μετά λίγες ημέρες, και ο Παναγής Τσαλδάρης ανέλαβε και πάλι την πρωθυπουργία στις 10 Μαρτίου 1933.
Κατά τη διάρκεια της δεύτερης πρωθυπουργίας του έγινε η δεύτερη δολοφονική απόπειρα κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου, στις 6 Μαρτίου 1933. Ο Τσαλδάρης ήταν αμέτοχος και μάλιστα την αποδοκίμασε. Παρά ταύτα, το γεγονός αυτό έφερε σε δύσκολη θέση την κυβέρνησή του, καθώς η εγκληματική πράξη αποδόθηκε σε οπαδούς του Λαϊκού Κόμματος. Εξάλλου, τρία επίλεκτα μέλη του κόμματός του, ο Ιωάννης Ράλλης, ο Γεώργιος Στράτος και ο Γρηγόριος Ευστρατιάδης, εκφράσθηκαν δημόσια υπέρ της βασιλείας. Παρότι ο Τσαλδάρης αποδοκίμασε τις δηλώσεις των στελεχών του, τα πνεύματα οξύνθηκαν και πάλι. Οι Φιλελεύθεροι ένιωσαν ότι απειλείται το πολίτευμα της αβασίλευτης δημοκρατίας και προκάλεσαν το Κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935. Το Κίνημα κατεστάλη και επακολούθησαν διώξεις κατά των ενεχόμενων πολιτικών και των μετασχόντων αξιωματικών.
Μία από τις αξιοσημείωτες πολιτικές ενέργειες του Παναγή Τσαλδάρη ήταν η υπογραφή του Βαλκανικού Συμφώνου στην Αθήνα (9 Φεβρουαρίου 1934), με το οποίο η Ελλάδα, η Γιουγκοσλαβία, η Ρουμανία και η Τουρκία εγγυήθηκαν την ασφάλεια και την ακεραιότητα των βαλκανικών συνόρων. Ανάλογη συμφωνία είχε υπογράψει με την Τουρκία κατά την επίσκεψή του στην Άγκυρα στις 14 Σεπτεμβρίου 1933.
Την Πρωταπριλιά του 1935 καταργήθηκε η Γερουσία και διαλύθηκε η Βουλή. Προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 9 Ιουνίου 1935, με σκοπό την ανάδειξη Αναθεωρητικής Βουλής. Στις εκλογές, κατά το αντίστροφο προηγούμενο του Δεκεμβρίου του 1923, δεν έλαβαν μέρος τα κηρυγμένα υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας κόμματα. Από τις εκλογές προέκυψε η Ε' Εθνική Συνέλευση, η οποία εξέδωσε ψήφισμα για τη διενέργεια δημοψηφίσματος, με σκοπό την επίλυση του πολιτειακού θέματος (10 Ιουλίου 1935) και διέκοψε τις εργασίες της έως τις 10 Οκτωβρίου 1935.
Οι αδιάλλακτοι βασιλόφρονες Ιωάννης Μεταξάς, Iωάννης Ράλλης και Γεώργιος Στράτος συνέπηξαν την «Ένωσιν Βασιλοφρόνων» και δήλωσαν ότι σε περίπτωση υπερψήφισής τους θα κατέλυαν το πολίτευμα δια της Εθνικής Συνέλευσης. Αντίθετα, ο Παναγής Τσαλδάρης υποστήριζε ότι για να τερματιστεί οριστικά το πολιτειακό θέμα έπρεπε να προηγηθεί δημοψήφισμα. Ο ίδιος με δήλωσή του στις 9 Σεπτεμβρίου 1935 τάχθηκε υπέρ της επαναφοράς της βασιλείας. Η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος ορίστηκε με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου (28 Σεπτεμβρίου 1935) για τις 3 Νοεμβρίου 1935.
Στις 10 Οκτωβρίου, όμως, οι αρχηγοί των τριών επιτελείων, ο αντιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, ο υποναύαρχος Δημήτριος Οικονόμου και ο υποστράτηγος αεροπορίας Γεώργιος Ρέππας, σε συνεννόηση με τον Γεώργιο Κονδύλη, εξανάγκασαν σε παραίτηση τον Τσαλδάρη, ο οποίος παραιτήθηκε για να αποφευχθεί αιματοχυσία, όπως δήλωσε. Την ίδια ημέρα σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον αντιστράτηγο Γεώργιο Κονδύλη. Ο Παναγής Τσαλδάρης, ο πρόεδρος της Εθνικής Συνέλευσης, Xαράλαμπος Βοζίκης, και ολιγάριθμοι βουλευτές αποχώρησαν από τη Βουλή, όταν παρουσιάστηκε ο Γεώργιος Κονδύλης για να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης. Με ψήφισμα της Ε' Εθνικής Συνέλευσης (10 Οκτωβρίου 1935) ανακηρύχθηκε η βασιλευομένη δημοκρατία, με αντιβασιλέα τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Γεώργιο Κονδύλη.
Στις 3 Νοεμβρίου διεξήχθη το δημοψήφισμα, που απέβη υπέρ της βασιλευομένης δημοκρατίας και στις 25 Νοεμβρίου 1935 επανήλθε ο Βασιλιάς Γεώργιος Β’. Στις 16 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους διαλύθηκε η Ε' Εθνική Συνέλευση και προκηρύχθηκαν εκλογές Αναθεωρητικής Βουλής για τις 26 Ιανουαρίου 1936. Στις εκλογές αυτές το Λαϊκό Κόμμα διασπάστηκε και αποσχίστηκε ομάδα υπό τον Ιωάννη Θεοτόκη, η οποία ίδρυσε το Εθνικό Λαϊκό Κόμμα. Στις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936 κανένα κόμμα δεν εξασφάλισε απόλυτη πλειοψηφία. Με την ανοχή των κομμάτων διατηρήθηκε την πρωθυπουργία ο Κωνσταντίνος Δεμερτζής, μέχρι του θανάτου του στις 13 Απριλίου 1936.
Ο Παναγής Τσαλδάρης πέθανε στην Αθήνα από ουραιμία στις 17 Μαΐου 1936, σε ηλικία 68 ετών. Νωρίτερα είχαν αποβιώσει δύο άλλοι από τους πρωταγωνιστές του Μεσοπολέμου, ο Ελευθέριος Βενιζέλος (18 Μαρτίου 1936) και Γεώργιος Κονδύλης (1 Φεβρουαρίου).
Ο Παναγής Τσαλδάρης υπήρξε έγκριτος νομομαθής. Νουνεχής ως άνθρωπος, απέφευγε τις οξύτητες. Ως πολιτικός ήταν συνεπής και πιστός στην κοινοβουλευτική και συνταγματική τάξη. Με τη μετριοπαθή πολιτική του πέτυχε να ανασυντάξει το Λαϊκό Κόμμα, παρά τις δυσμενείς περιστάσεις. Διατήρησε τις πολιτειακές θέσεις του και τις διακήρυξε στην κατάλληλη κοινοβουλευτικά στιγμή. Ήταν μία ήρεμη φωνή μέσα στο Κοινοβούλιο και επιτύγχανε χωρίς οξύτητα τον επιδιωκόμενο σκοπό του, φυλάσσοντας το πλαίσιο των θεσμών.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου