Η κρίση έχει δώσει ακόμη περισσότερη τροφή στις κακοπληρωμένες δουλειές, στις δουλειές τού ποδαριού, στις δουλειές των νέων ανθρώπων. Είναι γνωστό αυτό. Σερβιτόρες και σερβιτόροι, πιτσαδόροι με παπάκια, διακινητές φυλλαδίων και λοιπά και λοιπά… Σε δουλειά του ποδαριού εξελίσσεται εσχάτως και το «ντιτζεϊλίκι». Φυσικά, ό,τι δουλειά και να κάνει κάποιος, προκειμένου να βγάλει μερικά λεφτά, δεν είναι ντροπή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις όμως.
Πως ό,τι γίνεται, γίνεται μ’ ένα μίνιμουμ γνώσης και ικανότητας (όπου αυτά απαιτούνται) και βεβαίως ευσυνειδησίας. Αλλιώς, δεν έχει νόημα.
Για να μοιράζεις πίτσες θέλεις δίπλωμα οδήγησης για μηχανάκι, για να βάζεις δίσκους σ’ ένα μαγαζί άραγε χρειάζεσαι κάτι; Όσοι ασχολούνται με το DJ-ing μιλάνε για τις διάφορες αισθητικές κατηγοριοποιήσεις του, που, μεταξύ μας, δεν έχουν κανένα πρακτικό νόημα. Απεναντίας, πρακτικό νόημα βρίσκω στις εξής δύο συνομοταξίες. Τους… μεγαλοεπαγγελματίες, να τους πούμε έτσι, των τρανών χορευτικών κλαμπ, που παίζουν κυρίως δικές τους παραγωγές (βασικά techno/house και «μαύρη μουσική» όπως εκείνοι την καταλαβαίνουν) και τους απλούς-απλούστατους… μικροεπαγγελματίες, που «κολλάνε» τραγούδια το ένα δίπλα στο άλλο, που δουλεύουν για το χαρτζιλίκι τους και που στελεχώνουν (δεν λέω επανδρώνουν) κλαμπάκια και μπαράκια σ’ εξοχές και πόλεις.
Η πρώτη ομάδα, προσωπικά, δεν με πολυενδιαφέρει, και τούτο γιατί δεν είμαι από ’κείνους που πιστεύουν πως ο κάθε DJ τού μεγάλου dance club είναι κάτι σαν μουσικός, και πως πρέπει περαιτέρω να λογίζεται και σαν «δημιουργός». Εδώ, υπάρχει πολύ χάιδεμα.
Μπορεί να υπάρχουν εξαιρέσεις βεβαίως (DJ Krush, Mikael Delta – για ν’ αναφέρω δύο ονόματα, ένα ξένο κι ένα εγχώριο), παρότι, και σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η δημιουργία δεν μπορεί να εξαντλείται στο κόψε-ράψε, στο σάμπλιν, στο σκρατς, στα ετοιματζίδικα εφφέ και στα παιγνίδια με τα πάσης φύσεως κομβία. Αυτές είναι δεξιότητες που αποκτούνται μετά από κάποιες ώρες ενασχόλησης με τα μαραφέτια, δεν είναι σώνει και καλά δημιουργία. Μην τα ισοπεδώνουμε όλα, γιατί, στο τέλος, δεν θα μπορούμε να συνεννοηθούμε.
Τον τελευταίο χρόνο,κυρίως, έχω παρατηρήσει πως εξελίσσεται ένα φαινόμενο σε μπαράκια/κλαμπάκια της γειτονιάς μου και του κέντρου (της Αθήνας), που σχετίζεται με την ανάγκη ύπαρξης «ζωντανής» μουσικής. Δεν εννοώ live, αλλά μουσικής που να επιλέγεται από ανθρώπους που να φαίνονται, και όχι από σιντιέρες ή ραδιόφωνα. Αυτό είναι καλό. Πολύ καλό. Και γιατί το επάγγελμα τού DJ ξαναβρίσκει το καθημερινό νόημά του, και γιατί είναι ωραίο να παρακολουθείς τις σοβαρές (όταν είναι) επιλογές κάποιου συζητώντας ή ψιλοχορεύοντας. Ο καλός DJ σού φτιάχνει το κέφι, σε ανεβάζει, σαν το καλό ποτό και την καλή παρέα. Ο… όχι καλός σε ξενερώνει και σε στέλνει σπίτι σου.
Εσχάτως, με την λεπτή άνθηση του βινυλίου, σκάσανε ξανά και τα προγράμματα με δίσκους – ακόμη και στα ταπεινότερα των μαγαζιών. Μπορεί να μην είναι ακόμη πολλά, αλλά είναι κάτι. Κάτι καλό εννοώ, αφού έτσι ανοίγεται κι άλλος χώρος στους DJ για να δείξουν τι αξίζουν. Γιατί, πώς να το κάνουμε, είναι άλλο να βλέπεις DJ να κάνει πρόγραμμα με στικάκια και άλλο με 45άρια.
O κόσμος πρέπει να καταλάβει και να μάθει να ξεχωρίζει το σωστό από τη μούφα. Το λέω, γιατί η μούφα πουλάει ακόμη. Ιδίως σε περιόδους κρίσης, όταν οι περισσότεροι μαγαζάτορες δεν το ψάχνουν και πολύ με τη μουσική, καθώς συχνά εκείνο που τους νοιάζει είναι μιαν ακόμη… ύπαρξη μπροστά από τα λάπτοπ, άσχετη γενικώς και ειδικώς, ικανή όμως να τραβήξει τους κάγκουρες.
Και οι κάγουρες ρουφάνε… τουλάχιστον… Έτσι λοιπόν, συναντάμε ωραία κορίτσια να προσποιούνται τις/τους DJ, δίχως επί της ουσίας να κάνουν απολύτως τίποτα. Και από επιλογές; Βρασ’ τα. Εκεί όπου ακούς ένα παλιό αριστουργηματάκι των Zombies (μέχρι το “She’s not there” δεν πάνε παρακάτω), μετά σου πετάνε ένα Cure (ό,τι πιο χιλιοπαιγμένο μπορείς να πάρεις απ’ αυτούς – να, σαν το “The love cats”) και μετά καπάκι… «Άιντε και καλή τύχη μάγκες».
Ώρα για λογαριασμό… Τι χρωστάμε εδώ πέρα;
Πας παρακάτω,αλλά κι εκεί τα ίδια. Οι ίδιοι-ανάλογοι πιτσιρικάδες που έχουν ακούσει κάτι… γραμμάρια μουσικής και όχι τους τόνους που οφείλει να έχει ακούσει (και να έχει χωνέψει – ιδίως αυτό) ένας επίδοξος DJ και που, παρ’ όλα αυτά, θα σου πουλάνε μούρη μ’ ένα-δυο ψαγμένες υποτίθεται επιλογές. Κάπου πήρε το αυτί τους τούς Neu!, «πατέρες του electro» και άλλα τέτοια, απ’ αυτά που ούρλιαζε και ο (γραφιάς) Julian Cope στο Krautrocksampler, και να ’σου το “Hallogallo”. Περιμένεις τη συνέχεια… Κι εκεί που σκέφτεσαι κανένα CAN ρε παιδάκι μου ή έστω τίποτα από Kraftwerk, σου σκάει ένας Nick Drake (σαν να λέμε... μοιρολόι πωγωνίσιο) και σε ψοφάει.
Ορισμένοι έχουν αρπάξει πέντε-δέκα ονόματα, που κάποιες αδιάβαστες πένες τα κατέστησαν hip, και χωρίς να έχουν ακούσει Shirley Collins και Davy Graham π.χ. σου μιλάνε για british folk και για Nick Drake. Είναι ν’ απορείς… Καλύτερα ν’ αγναντεύω με… Kajagoogoo εμπλοκή;
Ένας DJ, που θέλει να είναι δημιουργικός, καθώς πονάει (υποτίθεται) αυτό που κάνει, θα πρέπει να φτιάχνει πρόγραμμα, κατ’ αρχάς, με φυσικές μορφές.
Κομμένα τα στικάκια και τα λάπτοπ, καθότι έτσι σκάει ως επαγγελματίας και ο κάθε τυχάρπαστος. Το χείριστο; Όταν μετατρέπονται τα «γιουτιουμπάκια» σε mp3 και ακούς ένα μέρος μόνον από ’κείνο που ηχογράφησε ο καλλιτέχνης ή το συγκρότημα. Ντροπή.
Τα CD είναι CD, ok, αλλά ακόμη καλύτερα είναι τα βινύλια. Τα LP και τα 45άρια. Ο DJ λοιπόν θα πρέπει να έχει υλικό. Πολύ υλικό. Δικό του. Ακόμη, να έχει χωνέψει τη δισκοθήκη του, άρα θα πρέπει να έχει και μια κάποια ηλικία.
Περαιτέρω, να διαθέτει το γούστο της επιλογής, που θα συνδυάζεται πάντα με τη γνώση της μουσικής ιστορίας. Έτσι μόνο θα αποδώσει, κι έτσι μόνο θα ευχαριστηθεί και ο πελάτης, ενώ σταδιακά θα κερδίσει και το μαγαζί.
Ο δημιουργικός DJ φτιάχνει κοινό, που τον ακολουθεί πιστά όπου κι αν παίζει. Όταν κάποιος από εμάς επιλέγει ένα μαγαζί επειδή είναι ωραία φτιαγμένο ή επειδή έχει καλά ποτά, ή και τα δυο μαζί, θα πρέπει να έχει υψηλά στάνταρ και για τη μουσική που θ’ ακούσει εκεί. Μπορεί να το επιβάλλει, ακόμη και όταν δεν συμβαίνει.
Τα μπαρ και τα κλαμπ δεν είναι μπακάλικα. Από ’κει ξεκινάμε.
Πηγή: www.lifo.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου