Αν έχετε στο μυαλό σας πως τα «γουέστερν» είναι αποκλειστικό προνόμιο του αμερικανικού κινηματογράφου, πρέπει σιγά-σιγά να αναθεωρήσετε. Σε πολλές χώρες του κόσμου έχουν γυριστεί ταινίες που θυμίζουν γουέστερν αλλά είναι εμπνευσμένες από αιματοβαμμένες ιστορίες (αληθινές ή μυθοπλασίες) της υπαίθρου της εκάστοτε χώρας.
Και αν νομίζετε πως στην Ελλάδα, δεν έχουν γίνει ανάλογες προσπάθειες, είστε γελασμένοι. Το επιχείρησε πρώτος ο αξέχαστος Νίκος Φώσκολος, πίσω στο μακρινό 1967. Ναι. Ένα ελληνικό γουέστερν με έναν εντελώς… αμερικάνικο τίτλο. «Οι σφαίρες δεν γυρίζουν πίσω» λεγόταν η ταινία που προκάλεσε παροξυσμό στους σινεφίλ της εποχής και γέμιζε όποια κινηματογραφική αίθουσα κι αν παιζόταν.
Αν πάλι νομίζετε πως η Ελλάδα δεν διαθέτει τοπία που να μπορούσαν να υποστηρίξουν ένα τέτοιο κινηματογραφικό κόνσεπτ, και πάλι κάνετε λάθος. Τα μέρη, αυτά, είναι πολλά. Πάρα πολλά. Εκείνο που επέλεξε ο Φώσκολος, μάλιστα, έχει τη δική του ιστορία. Μια ιστορία που έχει τις ρίζες της στην ελληνική μυθολογία και τους 12 άθλους του Ηρακλή.
Άλλωστε το να επιχειρεί να γυρίσει κάποιος ένα ελληνικό γουέστερν, μοιάζει από μόνο του ένας… άθλος.
Οι σφαίρες δεν γυρίζουν πίσω
Ο αγρότης Στάθης Καρατάσος (τον οποίο υποδύεται ο Άγγελος Αντωνόπουλος), από μια τραγική παρεξήγηση, κατηγορείτε για τον φόνο ενός ληστή. Οι διωκτικές αρχές τον χαρακτηρίζουν -πέρα από φονιά- και ως αρχηγό συμμορίας, τον συλλαμβάνουν και τον οδηγούν στη φυλακή. Λίγο πριν οδηγηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα καταφέρνει να αποδράσει και οι αρχές σπεύδουν στο κατόπι του.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτές που τον καταδιώκουν. Αναθέτουν τη βρώμικη δουλειά σε έναν άλλο κατάδικο, τον Τσάκο (τον οποίο υποδύεται ο Κώστας Καζάκος), να τον εντοπίσει «ζωντανό ή νεκρό» προκειμένου αν τα καταφέρει να κερδίσει την ελευθερία του.
Στο κυνήγι του Στάθη, ωστόσο, βγαίνουν και άλλοι ληστές της περιοχής που θεωρούν ότι ο φυγάς έχει στην κατοχή του τα λάφυρα της ληστείας που υποτίθεται πως είχε κάνει. Αποτέλεσμα είναι να ξεσπάσει ένα ανελέητο ανθρωποκυνηγητό κατά τη διάρκεια του οποίου ο Στάθης σώζει τη ζωή του Τσάκου, γνωρίζει την οικογένειά του και αλλάζει στρατόπεδο. Τώρα πλέον οι δυο τους, μάχονται πλάι-πλάι για τη ζωή τους απέναντι στους ληστές που τους καταδιώκουν δίχως έλεος.
Αυτή είναι η υπόθεση της ταινίας που καθήλωσε τους Έλληνες μπροστά από τη μεγάλη οθόνη. «Γιγαντιαίο από τον πρώτη μέχρι την τελευταία του εικόνα» έγραφε η αφίσα της εποχής και υπογράμμιζε: «κάτι που δεν υποψιάζεσθε»!
Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής η ταινία, που έκανε πρεμιέρα στις 9 Οκτωβρίου 1967, έκοψε 307.094 εισιτήρια. Αριθμός μεγάλος για τα δεδομένα της εποχής.
Η πρώτη σκηνοθετική δουλειά του Νίκου Φώσκολου
Εκτός από πρώτο ελληνικό γουέστερν, η ταινία διεκδικεί μια ακόμα πρωτιά. Είναι η πρώτη σκηνοθετική δουλειά του Νίκου Φώσκολου. Μέχρι εκείνη την εποχή ο Φώσκολος είχε γίνει γνωστός ως το βαρύ πυροβολικό της Φίνος Φιλμ σε ότι αφορά τη συγγραφή των σεναρίων.
Έτσι θα γινόταν και εκείνη τη φορά, ωστόσο, όταν ο Φώσκολος πήγε το σενάριο για το πρώτο ελληνικό γουέστερν στον Φιλοποίμην Φίνο, ο αξέχαστος κινηματογραφικός παραγωγός, τον προέτρεψε να αναλάβει για πρώτη φορά και την σκηνοθεσία. «Είναι κρίμα να γράφεις τέτοια σενάρια και να καρπώνονται άλλοι την επιτυχία ως σκηνοθέτες. Μπορείς να το κάνεις και αυτό. Να το κάνεις», του είχε πει χαρακτηριστικά και κάπως έτσι ξεκίνησε μια σπουδαία καριέρα για το Νίκο Φώσκολο ο οποίος αφού ανέλαβε σκηνοθεσία και σενάριο δεν άφησε τίποτα στην τύχη του…
Επέλεξε βαριά ονόματα του ελληνικού κινηματογράφου για να ενσαρκώσουν τους ήρωές του. Όπως ήδη έχει αναφερθεί επέλεξε για τους δυο βασικούς ρόλους τον Άγγελο Αντωνόπουλο και τον σούπερ σταρ της εποχής Κώστα Καζάκο, τους οποίους πλαισίωνε ο πάντα έξοχος Σπύρος Καλογήρου.
Τη μουσική της ταινίας την υπέγραψε ο Μίμης Πλέσσας ο οποίος μαζί με τον Φώσκολο διακρίθηκαν στο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, αποσπώντας τα βραβεία μουσικής και σεναρίου/ σκηνοθεσίας αντίστοιχα.
Η ταινία αγαπήθηκε από το κοινό αλλά και από τους κριτικούς. «Μια τέλεια στο είδος της ταινία. Τέλεια στο σενάριο, τέλεια στο μοντάζ, τέλεια στην ερμηνεία, τέλεια στη φωτογραφία, αλλά πάνω απ΄ όλα τέλεια στη σκηνοθεσία. Ο Νίκος Φώσκολος, με την πρώτη του κιόλας ταινία, αναδεικνύεται σε άριστο σκηνοθέτη. Δίχως καμιά υπερβολή οι «Σφαίρες του» μπορούν να σταθούν πλάι στις ταινίες του Τζων Φορντ, του Χάουαρντ Χωκς, του Χιούστον, του Άντονυ Μαν. Με άλλα λόγια, ο Φώσκολος χαρίζει στον ελληνικό κινηματογράφο, με τις Σφαίρες, το πρώτο αριστούργημα στο είδος της «ορεινής περιπέτειας», όπως θα μπορούσε να ονομαστεί το ελληνικό «γουέστερν», έγραφαν «τα Νέα».
Δεν έλλειψαν πάντως και εκείνοι που υποδέχθηκαν την ταινία με το μάλλον υποτιμητικό ορισμό «spaghetti western», δηλαδή γουέστερν τα οποία προσπαθούν αλλά… δεν είναι αμερικάνικα!
Γυρίσματα στο ιδανικό φυσικό σκηνικό
Η ταινία, ωστόσο, δεν εντυπωσίασε κοινό και κριτικούς μόνο από το λαμπερό καστ, την εξαίσια μουσική του Πλέσσα ή τη σκηνοθετική μαεστρία του Φώσκολου. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν και τα εξωτερικά γυρίσματα τα οποία έγιναν στη λίμνη Στυμφαλία που βρίσκεται σε ένα οροπέδιο, σε υψόμετρο 600 μέτρων ανάμεσα στα όρη Κυλλήνη και Ολίγυρτος.
Η υπόθεση της ταινίας υποτίθεται πως διαδραματίζεται περί τα 1900 όταν πράγματι στην Ελληνική ύπαιθρο το φαινόμενο των ληστών που τριγυρνούσαν αρματωμένοι σπέρνοντας τον φόβο και τον τρόμο ήταν έντονο.
Μέσα από το κινηματογραφικό φακό του Νίκου Φώσκολου ο θεατής «μεταφέρεται» σε χιονισμένα τοπία, σε βάλτους γύρω από τη λίμνη, σε απροσπέλαστες καλαμιές και σε παρθένα δάση. Το φυσικό σκηνικό της ορεινής Κορινθίας διαδραμάτισε το δικό του… ρόλο. Τα γυρίσματα έγιναν σε κάτω από δύσκολες καιρικές συνθήκες, κάτι που άλλωστε είναι εμφανές ανά διαστήματα μέσα στην ταινία.
Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί πως η σκηνή με το τρένο γυρίστηκε, κοντά στα Καλάβρυτα στον Οδοντωτό ενώ δεν περνάει απαρατήρητη και η «φιλική συμμετοχή» του θρυλικού Μουντζούρη.
Σε κάθε περίπτωση, το πρώτο ελληνικό γουέστερν «οι σφαίρες δεν γυρίζουν πίσω», μπορεί να μην έχει κάτι από... άγρια Δύση αλλά καταφέρνει να σταθεί με αξιοπρέπεια στηριζόμενο στην άγρια… ύπαιθρο της Ελλάδας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου