Φτωχές σοδειές σε τζίρους και εξαγωγές κρασιού


Πολλές περιοχές έχουν μπει ήδη -νωρίτερα από άλλες χρονιές- στη διαδικασία του τρύγου λόγω του ιδιαιτέρως θερμού και ξηρού καλοκαιριού, γεγονός που θα έχει θετικές επιπτώσεις στην ποιότητα της παραγωγής.

Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια έχουν δείξει ότι το ιδιαίτερα ποιοτικό ελληνικό κρασί δεν αρκεί από μόνο του για να προκαλέσει αύξηση της κατανάλωσης, καθώς η συνεχιζόμενη ύφεση στην οικονομία, σε συνδυασμό με την αδυναμία να εξαχθεί μεγάλο μέρος της παραγωγής, κρατούν σε χαμηλά επίπεδα τις πωλήσεις.
Με δεδομένο ότι οι κυριότεροι παράγοντες που επηρεάζουν τη ζήτηση του οίνου είναι η τιμή σε συνδυασμό με το διαθέσιμο εισόδημα, η κατά κεφαλήν κατανάλωση πέρυσι υποχώρησε στα 31,1 λίτρα όταν το 1995 έφθανε τα 41,4 λίτρα. Σύμφωνα με τη μελέτη της Infobank Hellastat, η κατανάλωση μειώθηκε περαιτέρω και εξαιτίας των capital controls που επέδρασαν αρνητικά στην ψυχολογία των καταναλωτών. Επίσης και ο όγκος παραγωγής μειώθηκε κατά 5,4% σε σχέση με το 2014 και διαμορφώθηκε στα 2,65 εκατ. εκατόλιτρα.
Οι εξαγωγές, σύμφωνα με τελευταία κλαδική μελέτη της ICAP Group, καταγράφουν συνεχή υποχώρηση από το 2010 και μετά, πορεία που ανακόπηκε προσωρινά το 2014, έτος κατά το οποίο σημειώθηκε αύξηση κατά 15,5% έναντι του 2013.
Πάντως ο κ. Σκούρας υπογραμμίζει ότι υπάρχει ένα πολύ οργανωμένο πρόγραμμα προώθησης του ελληνικού κρασιού στο εξωτερικό από τον Σύνδεσμο Ελληνικού Οίνου αφού «υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον από μεγάλες διεθνείς αγορές, όπως είναι αυτές των ΗΠΑ, του Καναδά αλλά και της Ευρώπης, με βασικό προμηθευτή τη Γερμανία. Παράλληλα, οι εξαγωγές μας επεκτείνονται και σε άλλες αγορές όπως π.χ. της Κορέας, της Ιαπωνίας, της Αυστραλίας, αλλά και σε αναπτυσσόμενες αγορές με σημαντικά πληθυσμιακά μεγέθη».

Τα εμφιαλωμένα κρασιά εκτιμάται ότι καλύπτουν το 36% με 40% της κατανάλωσης και περίπου το 52% της αξίας καθώς οι μεταβολές των τιμών δεν επηρεάζουν μόνο τη συνολική ζήτηση, αλλά προκαλούν και μετατόπιση των καταναλωτών σε φθηνότερες ετικέτες ή και αντικατάσταση του εμφιαλωμένου από χύμα κρασί. Οσον αφορά την κατηγοριοποίηση, το μεγαλύτερο ποσοστό κατέχουν τα κρασιά που ανήκουν στην κατηγορία «Χωρίς ένδειξη ΠΟΠ/ΠΓΕ» (63%), ενώ με βάση το χρώμα, τα λευκά υπερτερούν με μερίδιο 68%-70%.

Η εικόνα του κλάδου
Σύμφωνα με την ICAP Group, η οινοποιία αποτελεί έναν παραδοσιακό κλάδο της πρωτογενούς παραγωγής με σημαντική συμβολή στην ελληνική οικονομία, δεδομένης και της συνεισφοράς του κλάδου στην ανάπτυξη και προώθηση των ελληνικών παραδοσιακών προϊόντων στις αγορές του εξωτερικού. Ωστόσο, αρνητικό θεωρείται το γεγονός ότι η εγχώρια παραγωγή είναι κατακερματισμένη σε μεγάλο πλήθος οινοποιητικών μονάδων.
Η Σταματίνα Παντελαίου, επικεφαλής της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της ICAP Group, αναφέρει ότι «η εγχώρια παραγωγή οίνου παρουσιάζει σημαντικές ετήσιες διακυμάνσεις δεδομένου ότι εξαρτάται άμεσα από απρόβλεπτους παράγοντες, όπως τις καιρικές συνθήκες, τις ασθένειες αμπελώνων κ.λπ. Πιο αντικειμενική επομένως θεωρείται η σύγκριση βάσει μ.ο. πενταετίας. Την τελευταία πενταετία ο μέσος όρος ετήσιας παραγωγής κρασιού υποχώρησε αισθητά (-20%) σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη πενταετία. Από τη συνολική παραγωγή, ποσοστό άνω του 60% αφορά κρασιά χωρίς συγκεκριμένη ένδειξη προέλευσης (ΠΟΠ, ΠΓΕ)».
Παράλληλα προσθέτει ότι «τα κρασιά εγχώριας παραγωγής καλύπτουν την αγορά σε μεγάλο βαθμό, γεγονός που διαμορφώνει σε χαμηλά επίπεδα τον βαθμό εισαγωγικής διείσδυσης, ο οποίος κυμαίνεται σε 6% περίπου τις τελευταίες περιόδους. Από την άλλη πλευρά, στο επίπεδο των εξαγωγών κρασιού, μετά το 2010 παρατηρείται συνεχής υποχώρηση, η οποία ανακόπηκε μόλις το 2014. Συγκεκριμένα, την οινική περίοδο 2013/14 σημειώθηκε αύξηση κατά 15,5% των εξαγωγών οίνου, ενώ η συνολική αξία των εξαγωγών έφθασε τα 63 εκατ. ευρώ περίπου».
Share on Google Plus
    Blogger ΣΧΟΛΙΑ
    Facebook ΣΧΟΛΙΑ

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου