Την Παρασκευή, 23 Σεπτεμβρίου του 2011, ο Νίκος Κοεμτζής βρέθηκε νεκρός σε ένα πεζοδρόμιο στο Μοναστηράκι, εκεί όπου τα τελευταία χρόνια πουλούσε την αυτοβιογραφία του. Η βραδιά στο μαγαζί «Νεράιδα», η παραγγελιά, το κυνηγητό από τις αρχές κατά τη διάρκεια της ζωής του, οι δυσκολίες, η τελική έκρηξη και η καταδίκη του. Η ιστορία του απασχόλησε την Ελλάδα της μεταπολίτευσης, συζητήθηκε, έγινε τραγούδι, αλλά και ταινία...
Τα ξημερώματα της 25ης Φεβρουαρίου του 1973, στο νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα» ο Νικόλαος Κοεμτζής ήρθε στα χέρια με θαμώνες του κέντρου, με αφορμή μια «παραγγελιά» για ένα ζεϊμπέκικο. Ο απολογισμός τραγικός: τρεις νεκροί, οκτώ τραυματίες, και δυο άνθρωποι – ο δράστης και ο αδερφός του – στη φυλακή. Ο Νίκος Κοεμτζής βρέθηκε στο νυχτερινό κέντρο εκείνο το βράδυ μαζί με τον μικρότερο αδερφό του, Δημοσθένη, ο οποίος και έκανε «μια παραγγελιά» από την ορχήστρα για να χορέψει τις «βεργούλες» του Μάρκου Βαμβακάρη.
Στο μαγαζί όμως, βρισκόντουσαν και τρεις ασφαλίτες, οι οποίοι γνώριζαν τη συγγένεια του ατόμου που «έκανε την παραγγελιά» με τον Κοεμτζή, ο οποίος είχε απασχολήσει στο παρελθόν τις αρχές και είχε στοχοποιηθεί λόγω των πολιτικών θέσεων μελών της οικογένειάς του. Οι τρεις άντρες της Ασφάλειας πάτησαν τον ιερό άγραφο νόμο της εποχής, που επέβαλλε να χορεύει μοναχά αυτός που ζήτησε την «παραγγελιά» και άρχισαν να χορεύουν γύρω από τον Δημοσθένη.
Ο Κοεμτζής ξεσπά, ουρλιάζοντας «Παραγγελιά, ρε!», βγάζει μαχαίρι. Οι τρεις ασφαλίτες πέφτουν νεκροί, ενώ ακόμα 8 άτομα τραυματίστηκαν. Τρεις φορές σε θάνατο καταδικάστηκε ο Νίκος Κοεμτζής για το μακελειό της νύχτας εκείνης, σε τριετή φυλάκιση ο αδελφός του Δημοσθένης, ενώ αθωώθηκε ο τρίτος της παρέας Θωμάς Κορομάνης. Ο Nίκος Κοεμτζής καταδικάστηκε για τρεις ανθρωποκτονίες: των Εμμ. Χριστοδουλάκη, Δημ. Πεγιά και I. Κούρτη και τις 8 απόπειρες ανθρωποκτονιών κατά θαμώνων του κέντρου, και για τρία χρόνια ζούσε καθημερινά με την απειλή της εκτέλεσής του.
Τελικά, ήταν ο πρώτος που γλίτωσε τη ζωή του με την κατάργηση της θανατικής ποινής στην Ελλάδα, οπότε η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια. Στις 31 Μαρτίου 1996, μετά από 23 χρόνια στη φυλακή, το Δικαστικό Συμβούλιο της Πάτρας αποφυλάκισε τον μετανοημένο 58χρονο Νίκο Κοεμτζή υπό όρους. Έκτοτε, και μέχριτο τέλος της ζωής του, ζούσε πουλώντας την αυτοβιογραφία του που συνέγραψε μέσα στη φυλακή (Νίκος Κοεμτζής – Το μακρύ ζεϊμπέκικο), υπογράφοντας αφιερώσεις στην πρώτη σελίδα, στο κέντρο της Αθήνας, αφού ο Δήμος Αθηναίων του παραχώρησε άδεια μικροπωλητού. «Ονομάζομαι Νίκος Κοεμτζής, γεννήθηκα στο Αιγίνειο Κατερίνης...», έτσι ξεκινά η αυτοβιογραφία του, στην οποία εξιστορεί τα παιδικά του χρόνια, την κακοποίηση που είδε ως παιδί να υφίσταται ο κομουνιστής πατέρας του και ο ανάπηρος βετεράνος παππούς του από τους ένστολους αστυνομικούς, αλλά και τον πόλεμο που του γινόταν γενικά από την Αστυνομία. Περιγράφει ακόμα την προφυλάκισή του στις Φυλακές Κορυδαλλού και τη συνάντηση του με τον αδελφό του και το φίλο του είχε κι αυτός τραυματιστεί από το μαχαίρι του, την κακή υγεία του, αφού δεν μπορούσε να περπατήσει από τις σφαίρες που του είχαν ρίξει στα πόδια οι αστυνομικοί όταν τον συνέλαβαν.
«... στο μυαλό μου στριφογυρίζανε χίλιες σκέψεις. Έψαχνα να βρω μια λύση να διορθώσω το κακό που σκόρπισα... Υπέφερα τρομερά και προσπαθούσα απεγνωσμένα να ξεχωρίσω μια εικόνα από τη σφαγή, και δεν μπορούσα. Κι ούτε τώρα μπορώ, αν κι αγωνίζομαι ακόμα. ... Ως φαίνεται, την ώρα που σκορπούσα το θάνατο χωρίς να δουλεύει το μυαλό μου και κινιόμουν σαν ένα ρομπότ, με είχε κυριέψει ο δαίμονας ή το κτήνος που φωλιάζει μέσα μου...», γράφει για εκείνη την μοιραία νύχτα. Το βιβλίο κλείνει με έναν λιτό επίλογο: «…Τον Μάρτιο του 1977 τρεις αρχιφύλακες μου ανάγγειλαν ότι είχα κατέβει από τον θάνατο, λεγοντάς μου: “Η πολιτεία έδειξε κατανόηση· τώρα εξαρτάται από σένα να γίνεις καλύτερος”. Τους απάντησα ότι χειρότερος μπορεί να γινόμουν, καλύτερος όχι. Πριν κατέβω στα ισόβια, το Υπουργείο Δικαιοσύνης επί κυβερνήσεως Καραμανλή διέταξε τη μεταγωγή μου από τις φυλακές Ηρακλείου Κρήτης στις πειθαρχικές φυλακές κολάσεως της Κέρκυρας. Έμεινα στην κόλαση από τις 21 Ιουλίου 1976 μέχρι το 1982. … Αποφυλακίστηκα στις 29 Μαρτίου 1996.».
Ο Διονύσης Σαββόπουλος, διάβασε το βιβλίο του Νίκου Κοεμτζή και, εμπνευσμένος από την ιστορία του, έγραψε το τραγούδι «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο», στο οποίο και περιγράφει τη ζωή του. Από τα πρώτα του βήματα στην Κατερίνη, μέχρι τη στιγμή της έκρηξης στη "Νεράιδα" και τις δολοφονίες. Ο σκηνοθέτης Παύλος Τάσιος, με τη σειρά του, εμπνευσμένος από το τραγούδι του Σαββόπουλου έκανε την ταινία "Παραγγελιά".
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου