Χαθήκαμε, αγάπη μου, πίσω από ρηχές συζητήσεις κι ανούσιες κουβέντες επιβολής και πεποιθήσεων! Μου στέρησες τη χαρά του νʾ αφήνομαι, να ζω, να γελάω....
Είχα πραγματική ανάγκη να συναντήσω έναν άνθρωπο που απʾ τη στιγμή που το χέρι του θα αγκαλιάσει το δικό μου, να νιώσω αυτό που έχω ανάγκη. Να πω τις φράσεις: «εδώ είμαι», «μαζί», «για σένα» και «για όσο»…
Δε χρειάζεται όρκους η αγάπη. Δεν χρειάζεται τρίτους να λένε, ούτε χαρτιά που συμβολίζουν τη δέσμευση.
Χρειάζεται μόνο δυο ανθρώπους να θέλουν να είναι μαζί. Να θέλουν να μοιράζονται, χρόνο, στιγμές, ανάσες κι αγκαλιές. Μόνο έτσι μπορούν να είναι καλά και να κρατούν ανέπαφο από τον φόβο και την κοινωνία, αυτό που νιώθει ο ένας για τον άλλον. Δίχως να ξέρουν τι να περιμένουν και που θα φτάσει.
Τα πράγματα, όμως, δεν έρχονται πάντα όπως τα περιμένουμε. Έτσι και σʾ εμένα αντί για εκείνον, βρέθηκες μπροστά μου εσύ.
Ξεκινήσαμε πολύ δειλά και με λιγοστά συναισθήματα απο μεριάς σου, μιας και τα έδινες με το σταγονόμετρο. Όμως είχα την ικανότητα να βλέπω κι όλα εκείνα που έδινες με τα μάτια σου, να βλέπω πίσω απο τις πράξεις και τα λόγια σου και να σε κατανοώ. Να σου δίνω χρόνο και να περιμένω…. Έτσι είμαστε εμείς οι μητέρες Τερέζες. Κατανοητικές, συμπονετικές, τρυφερές και ακούραστες.
Κι ο χρόνος περνούσε…
Όμως, αντί να πηγαίνουμε μπροστά, πηγαίναμε όλο και πιο πίσω. Η ζωή ήταν μπροστά μας κι εσύ μου φώναζες να την αποφύγουμε. Η χαρά μʾ έβρεχε κι εσύ κρατούσες με μανία την ομπρέλα από πάνω μας, μην τύχει και μας αγγίξει.
Χαθήκαμε, αγάπη μου, πίσω από ρηχές συζητήσεις κι ανούσιες κουβέντες επιβολής και πεποιθήσεων! Μου στέρησες τη χαρά του νʾ αφήνομαι, να ζω, να γελάω.
Όποτε μʾ έβλεπες να χοροπηδάω και να κάνω βλακείες για να παίξουμε, με τραβούσες απʾ το μαλλί για να με επαναφέρεις στην πραγματικότητα.
«Δεν είναι αυτά για μας», έλεγες. «Μην κάνεις σαν παιδί, είσαι μεγάλη γυναίκα.»
Άρχισες να σχολιάζεις άσχημα ό,τι έκανα κι ό,τι έλεγα. Και το πιο σημαντικό; Δεν έπαψες ποτέ να μου τραβάς με μανία τα πόδια και να με κατεβάζεις από το ροζ μου συννεφάκι, στην καταθλιπτική σου πραγματικότητα. Μου πήρε καιρό να το καταλάβω κι αυτό γιατί επέμενα να γαντζώνομαι στις λίγες, όμορφες στιγμές μας. Εκείνες που αφηνόσουν κι ανέβαινες, έστω και λίγο, εκεί ψηλά μαζί μου.
Ο χρόνος πέρασε κι η ψυχή μου έμενε ακάλυπτη. Το σώμα μου πονούσε γιατί ενώ ξεκινούσαμε μαζί, εσύ μʾ έσπρωχνες άτσαλα για να περάσεις μπροστά. Κι εκεί, πάνω στο άτσαλο σπρώξιμό σου, ξύπνησα και είδα πως το δικό μου πηγάδι αγάπης, είχε αρχίσει να στερεύει.
Εδινα, έδινα, έδινα και κάποια στιγμή κόντευα να αδειάσω τελείως…
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου