Σε μερικά χωριά, ορεινών κυρίως περιοχών της Πελοποννήσου (Αργολίδα, Αχαΐα, Ηλεία, Καλάβρυτα, Κορινθία, Μεσσηνία), επίσης σε χωριά της Αττικής, καθώς και των νήσων Ύδρα, Σπέτσες, Σαλαμίνα, Εύβοια, Άνδρος, υπάρχουν ακόμη και σήμερα Έλληνες, οι οποίοι εκτός από την Ελληνική τους γλώσσα, ξέρουν και μιλούν «Αρβανίτικα» δηλαδή μια μεικτή ελληνοαλβανική διάλεκτο, όπως οι ειδικοί επιστήμονες, οι γλωσσολόγοι, προσδιορίζουν την διάλεκτο αυτή.
Τους ευάριθμους αυτούς ελληνικούς πληθυσμούς των ανωτέρω περιοχών τους ονομάζουμε συνήθως «Αρβανίτες». Φυσικά δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με τους κατοίκους της σημερινής Αλβανίας, τους Αλβανούς. Είναι και οι «Αρβανίτες» αυτοί της χώρας μας Έλληνες, σαν όλους τους άλλους με πλήρη και ακμαία την φυλετική και εθνική τους συνείδηση.
Αν μπορεί δε να γίνει κάποιος λόγος δια τους Έλληνας αυτούς, εν σχέσει με τους Αλβανούς της Αλβανίας, ο λόγος αυτός θα είναι μόνον για την ιστορία, μιαν ιστορία πολύ μακρινή της οποίας όμως η μελέτη και γνώσις θα μας δώσει την εξήγηση εις το πράγματι παράδοξο γεγονός, πώς δηλαδή στην καρδιά της Ελλάδος υπάρχουν Έλληνες που μιλούν «Αρβανίτικα».
Σε μια μου μελέτη, την διδακτορική διατριβή, με τίτλο «Η Εποίκησις των Αλβανών εις Κορινθίαν», ερευνώ λεπτομερώς το ιστορικό αυτό θέμα εν τω συνόλω του. Εξετάζω δηλαδή και γενικώς το θέμα των Αλβανικών εποικισμών στη χώρα μας, κατά το τέλος του Μεσαίωνα, και ειδικότερα πραγματεύομαι τον εποικισμό Αλβανών εις την Κορινθία κατά την αυτή χρονική περίοδο.
Είναι ένα θέμα, που νομίζω ότι πέραν, του γενικότερου ιστορικού ενδιαφέροντος, έχει για μας τους Πελοποννησίους και τοπικό ενδιαφέρον αφού και στην Πελοπόννησο έχομε «Αρβανίτες».
Χωρίς να παραθέσω το πλήθος των ιστορικών στοιχείων, τα οποία είδαν το φως της δημοσιότητας δια της διατριβής μου σχετικώς με το θέμα αυτό, θα περιορισθώ να δώσω εδώ μια σύντομη κατά το δυνατό περίληψη τούτων.
Βρισκόμαστε λίγες δεκαετηρίδες πριν από την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως εις τα χέρια των Τούρκων (1453 μ.Χ.). Η άλλοτε ισχυρά και περίλαμπρη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η οποία με την χιλιετή ιστορία της είχε δημιουργήσει τον αξιόλογο Βυζαντινό πολιτισμό, που δεν είναι άλλος παρά ο ελληνικός πολιτισμός του μεσαίωνα, ευρίσκετο στα τελευταία της. Το πρώτο μοιραίο κτύπημα το εδέχθη το 1204 μ.Χ. από τους περίφημους Φράγκους σταυροφόρους. Έκαναν τις σταυροφορίες οι χριστιανοί αυτοί της Δύσεως για να ελευθερώσουν τους Αγίους τόπους από τους οπαδούς του Μωάμεθ και στο τέλος κατέκτησαν, κατέλυσαν και διαμοιράστηκαν την χριστιανικότερη αυτοκρατορία των χρόνων εκείνων, την Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Οι Φράγκοι εκδιώχθηκαν το 1261 από την Κωνσταντινούπολη και ο ελληνικός αυτοκρατορικός θρόνος με την δυναστεία των Παλαιολόγων αποκατεστάθη και πάλι εις την βασιλίδα των πόλεων. Αλλ' η Αυτοκρατορία δεν ανέλαβε πλέον και δεν γνώρισε την παλαιά της αίγλη και δόξα. Πολλά Φραγκικά κρατίδια και μετά την επανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως διατηρήθηκαν στην ηπειρωτική κυρίως και την νησιωτική Ελλάδα, καθώς και την Πελοπόννησο, μέχρι της καταλήψεως της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους. Ακόμη και ελληνικά κράτη, ανεξάρτητα από την κεντρική διοίκηση του Βυζαντίου, δημιουργήθησαν.
Ένα τέτοιο ελληνικό κράτος, αρκετά ισχυρό, ήτο το περίφημο «Δεσποτάτο του Μορέως», δηλαδή της Πελοποννήσου. Οι κυριότεροι δεσπόται της Πελοποννήσου ήσαν βλαστοί της δυναστείας των Παλαιολόγων. Ο τελευταίος μάλιστα αυτοκράτωρ της Κωνσταντινουπόλεως, ο θρυλικός Κωνσταντίνος Παλαιολόγος είχε γίνει πριν δεσπότης της Πελοποννήσου.
Η Φραγκοκρατία έκανε στην Ελλάδα μεγάλο κακό. Οι διαρκείς πόλεμοι των διαφόρων Φράγκων ηγεμόνων και εναντίον των Ελλήνων και αναμεταξύ των είχαν επιφέρει σημαντική αραίωση του πληθυσμού και είχαν ερημώσει τη χώρα. Δεν έλειπαν μόνον τα απαραίτητα αγροτικά και εργατικά χέρια για την καλλιέργεια της γης και την οικονομική προκοπή της χώρας, αλλά και στρατιώτες ακόμη για τους συνεχείς πολέμους δεν εύρισκαν οι φιλοπόλεμοι Φράγκοι άρχοντες.
Ακριβώς τότε, δηλαδή στις αρχές του 14ου αιώνος, νομάδες ποιμένων Αλβανών, μαστιζόμενοι και αυτοί στη χώρα τους από πολέμους εμφυλίους και έριδες, εγκατέλειπαν την πατρική τους γη και με όλα τα υπάρχοντα, κυρίως τα ποίμνιά τους, κατήρχοντο νοτιότερα στις Ελληνικές χώρες προς εύρεση τύχης και ζωής καλλίτερης. Ο νομαδικός βίος και η ποιμενική ζωή τους διευκόλυνε στην μετακίνηση αυτή, που, πρέπει να τονισθεί, είχε γενικώς χαρακτήρα ειρηνικό.
Τέτοιους Αλβανούς νομάδες, περί τις 12.000, συναντούμε για πρώτη φορά το 1315 μ.Χ. εις τα όρη της Θεσσαλίας. Αυτός ήτο ο πρώτος σταθμός της προς νότο μετακινήσεώς των. Οι ποιμένες αυτοί Αλβανοί ορεσίβιοι και σκληραγωγημένοι, όπως ήσαν, αποτελούσαν κατάλληλο υλικό για στρατιώτες μισθοφόρους για τους στρατούς των τοπικών ηγεμόνων Φράγκων και Ελλήνων της Στερεάς και της Πελοποννήσου.
Ο πρώτος δεσπότης της Πελοποννήσου Μανουήλ Καντακουζηνός (1348-1380) είχε στο στρατό του Αλβανούς μισθοφόρους, ο Φράγκος ηγεμών της Ευβοίας της ιδίας περίπου περιόδου είχε επίσης στην στρατιωτική του υπηρεσία μισθοφόρους Αλβανούς και ο Νέριος Ατζαγιώλης, άλλος επίσης Φράγκος ηγεμών της Κορίνθου των αυτών χρόνων είχε χρησιμοποιήσει και αυτός Αλβανούς για σκοπούς στρατιωτικούς. Όλοι αυτοί οι μισθοφόροι Αλβανοί είναι από τους γνωστούς μας ποιμένες που είχαν φύγει από την πατρίδα τους και συναντήσαμε για πρώτη φορά στα Θεσσαλικά όρη. Με την πάροδο του χρόνου κατήρχοντο νοτιότερα και διά να κερδίσουν την ζωή τους ανετότερα εμισθοφόρουν ως στρατιώται προθύμως. Ήτο άλλωστε κληρονομικό τους το επάγγελμα αυτό.
Στους Αλβανούς αυτούς οι Έλληνες και Φράγκοι άρχοντες, οι οποίοι τους χρησιμοποιούσαν διά σκοπούς πολεμικούς, όχι μόνον έδιναν μισθό κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής των υπηρεσίας, αλλά έπειτα τους παραχωρούσαν και γεωργικό κλήρο στις ορεινές περιοχές της επικρατείας των. Αξιοποιούσαν την ακαλλιέργητη και εγκαταλελειμμένη χώρα και απέβαιναν χρήσιμοι και καλοί γεωργοί. Άφηναν ευχαρίστως τη ζωή του ποιμένος για το γεωργικό επάγγελμα που τους εξασφάλιζε μόνιμη και σταθερή πια κατοικία. Αυτό είναι το όνειρο του ποιμένος σ' οποιαδήποτε φυλή και αν ανήκει. Έτσι έχομε τους πρώτους Αλβανικούς εποικισμούς σε περιοχές της χώρας μας.
Του μέτρου αυτού έκανε ευρυτάτη χρήση, περισσότερο για σκοπούς πολιτικούς και οικονομικούς, ο δεσπότης της Πελοποννήσου Θεόδωρος Παλαιολόγος (1383-1407), λίγα χρόνια προ της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως. Ο δεσπότης αυτός, αδελφός του τότε αυτοκράτορος της Κωνσταντινουπόλεως Μανουήλ Παλαιολόγου, κάλεσε επίτηδες κατά τα τελευταία έτη της ηγεμονίας του (1405) 10.000 Αλβανούς ποιμένες και τους εγκατέστησε στις χώρες του δεσποτάτου του, δηλαδή στις περιοχές της Πελοποννήσου που ανωτέρω αναφέραμε.
Έχομε ρητές πληροφορίες ότι τους Αλβανούς αυτούς, οι οποίοι αρχικώς στάθμευσαν στον Ισθμό, ο δεσπότης Θεόδωρος τους εγκατέστησε κατά προτίμηση σε ορεινές περιοχές, δίνοντάς τους αξιόλογο γεωργικό κλήρο. Μας το λέγει ο Αυτοκράτωρ της Κωνσταντινουπόλεως Μανουήλ Παλαιολόγος στον επιτάφιο λόγο, τον οποίο εκφώνησε εις μνήμην του αποθανόντος αδελφού του Θεοδώρου, κατά την άφιξη και βραχεία παραμονή του στην Πελοπόννησο. Με τον τρόπο αυτό ο δεσπότης Θεόδωρος απέκτησε και ωφελίμους υπηκόους ικανούς, για τα έργα της ειρήνης, και προθύμους και ικανούς πολεμιστές, αν οι περιστάσεις το απαιτούσαν.
Αυτός είναι ο πρώτος αξιόλογος εποικισμός στις εν λόγω περιοχές της Πελοποννήσου. Μετά παρέλευση ολίγων ετών, ευθύς μετά το 1418, έχομε ένα άλλο μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα Αλβανών νομάδων προς την Πελοπόννησο. Ήτο το σύνολο των Αλβανών εκείνων, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στην Αιτωλία, την Ακαρνανία και στην περιοχή της Άρτας.
Οι Αλβανοί αυτοί που ήσαν και οι πολυαριθμότεροι, εξ όσων εγκατέλειψαν τη χώρα τους στις αρχές της 14ης εκατονταετηρίδος, είχαν επιτύχει το 1350 να ιδρύσουν στις ανωτέρω ελληνικές επαρχίες, μια δική τους πολιτική εξουσία. Την εξουσία των αυτή την κατέλυσε το 1418 ο Φράγκος ηγεμών της Κεφαλληνίας Κάρολος Τόκκος και τους εξεδίωξε όλους από εκεί. Ακολούθησαν τότε προς νότο το μεταναστευτικό τους δρόμο και γι' αυτό βλέπομε την Πελοπόννησο μετά τη χρονολογία αυτή πλημμυρισμένη από Αλβανούς, όπου οριστικά και μόνιμα πλέον εγκαταστάθηκαν.
Αλλά τι απέγιναν οι επήλυδες και παλαιοί εκείνοι έποικοι Αλβανοί, οι οποίοι είτε ως ποιμένες, είτε ως γεωργοί εγκαταστάθηκαν στις ορισμένες ελληνικές περιοχές που αναφέραμε; Απλούστατα εξελληνίστηκαν. Εξελληνίστηκαν δε όχι μόνον εξ ολοκλήρου, αλλά και πρωϊμότατα. Ήδη από των πρώτων χρόνων της
Ο πλήρης και πρώιμος εξελληνισμός των αγροίκων ποιμένων Αλβανών από το ιθαγενές ελληνικό στοιχείο οφείλεται σε πολλούς λόγους. Ένας γενικός λόγος είναι ότι ο έπηλυς, δηλαδή ο ξένος, έχει ένα αίσθημα μειονεκτικότητος έναντι του ιθαγενούς. Αναγνωρίζει και παραδέχεται την υπεροχή του ντόπιου, προσαρμόζεται στις συνήθειές του αργά ή γρήγορα, και σιγά σιγά αφομοιώνεται από αυτόν.
Υπήρχαν όμως και ειδικοί λόγοι οι οποίοι κατά πολύ διευκόλυναν τον εξελληνισμό των Αλβανών αυτών. Οι Αλβανοί που κατέβηκαν στην Ελλάδα ανήκαν εις την πατριά , δηλαδή τη φάρα των Τόσκηδων.
Οι Τόσκηδες, μια από τις τρεις Αλβανικές φάρες, οι άλλες δύο ήσαν οι Γκέκηδες και οι Λιάπηδες, κατοικούσαν το εντεύθεν του Σκούμπη ποταμού τμήμα της Αλβανίας. Εκεί, γείτονες με τους Έλληνες της Ηπείρου, είχαν κατ' εξοχήν επηρεασθεί από το Ελληνικό στοιχείο, τόσον ώστε είχαν αποκτήσει πολλές ομοιότητες με τους Έλληνες.
Οι Τόσκηδες επίσης ήσαν ορθόδοξοι Χριστιανοί, εν αντιθέσει με τους Γκέκηδες και Λιάπηδες που ήσαν καθολικοί. Έτσι Αλβανοί και Έλληνες επόμενο ήταν να αισθάνονται αμοιβαία συμπάθεια με την κοινή και όμοια θρησκεία που είχαν. Η Τουρκοκρατία επίσης προκάλεσε την εχθρότητα των Αλβανών εποίκων προς τους κατακτητές και αλλόθρησκους Τούρκους και τους ένωσε περισσότερο με τους Έλληνας.
Για όλους αυτούς τους λόγους πρωϊμότατα οι Αλβανοί έποικοι της Ελλάδος έχασαν την εθνική τους συνείδηση, τη συνείδηση της καταγωγής των και θεωρούσαν τους εαυτούς των Έλληνας, όπως και πράγματι έγιναν. Ο Χ. Κ. Βάμβας, μάς παρέχει, μια πολύτιμη εν προκειμένω είδηση. Αναφερόμενος σε «Αρβανίτες» της Πελοποννήσου, που είχαν καταφύγει στις αρχές του 19ου αιώνος στην Σικελία και την Ιταλία, για να αποφύγουν τη θηριωδία των Τούρκων, γράφει ότι ο ίδιος είδε και άκουσε τέτοιους φυγάδες «Αρβανίτες» να θυμούνται με νοσταλγία τον αγαπημένο τους Μοριά, την ωραία πατρική τους γη. Παραθέτω εδώ «στα Αρβανίτικα» και εν μεταφράσει ένα μικρό δημοτικό άσμα, όπως μας το παραδίδει ο Βάμβας* και όπως το είχε ακούσει ο ίδιος από τους «Αρβανίτες» αυτούς του Μοριά.
Ο, ε μπούκουρα Μορέα
τ'σέ κουρ τε λιάσε
με νέκε τε πάσε.
Άτιε κάμ ου ζότινε τάτε.
Άτιε καμ ου μέμενε τίμε.
Άτιε κάμ ου τίμενε βλα.
Ο, ε μπούκουρα Μορέα
τσε κουρ τε λιάσε
Με νέκε τε πάσε.
Ο, έμορφε Μορέα,
Από τότε που σε άφησα
Πλέον δεν σε ξαναείδα
Εκεί έχω εγώ τον αφέντη πατέρα.
Εκεί έχω εγώ τη μητέρα μου.
Εκεί έχω εγώ τον αδελφό μου.
Ο, έμορφε Μορέα,
Από τότε που σε άφησα
Πλέον δεν σε ξαναείδα
Και τώρα, πριν κλείσω το ιστορικό μου αυτό σημείωμα, θα πρέπει να δώσω μιαν απάντηση σ' ένα πολύ πιθανό ερώτημα. Αφού πράγματι οι παλαιοί εκείνοι Αλβανοί έποικοι της μεσημβρινής Ελλάδος εξελληνίστηκαν ολοσχερώς πώς διατήρησαν την παλαιά τους γλώσσα και τη μιλούν και σήμερα ακόμη, έστω και παραφθαρμένη και ανάμεικτη με ελληνικά γλωσσικά στοιχεία; Το φαινόμενο είναι πράγματι περίεργο. Αλλά δεν είναι ούτε μοναδικό ούτε ανεξήγητο. Γράφω μοναδικό, γιατί έχομε και άλλα ανάλογα παραδείγματα. Θα αναφέρω ένα που είναι ελληνικό.
Είναι γνωστοί οι ελληνικοί αποικισμοί της αρχαιότητος στην Κάτω Ιταλία. Γνωστό επίσης είναι ότι οι αρχαίοι εκείνοι Έλληνες άποικοι ενίσχυσαν αργότερα, κατά τους χρόνους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, επί του Ιουστινιανού κυρίως, με πρόσθετο ελληνικό στοιχείο, ιδιαίτερα στις περιοχές της Κάτω Ιταλίας (Απουλία και Καλαβρία ή Bova και Otranto, όπως είναι γνωστές στην ιταλική γλώσσα οι περιοχές αυτές).
Λοιπόν σε πολλά χωριά της Απουλίας και Καλαβρίας ομιλούν ακόμη και σήμερα ελληνικά, την κατωϊταλική ελληνική διάλεκτο, όπως την χαρακτηρίζουν οι γλωσσολόγοι, και της οποίας όλα τα γλωσσικά στοιχεία, παραφθαρμένα βέβαια και αλλοιωμένα είναι λέξεις ελληνικές. Φυσικά οι πληθυσμοί αυτοί της Ιταλίας ούτε καν φαντάζονται πως έχουν ή είχαν καμιά ποτέ σχέση με τους Έλληνες, είτε τους αρχαίους είτε τους Έλληνες του Βυζαντίου. Αισθάνονται και είναι πέρα για πέρα Ιταλοί. Το ίδιο ακριβώς, καθώς και οι δικοί μας «Αρβανίτες».
Γιατί όμως, αφού η συνείδηση η εθνική αλλάζει, τα ήθη και τα έθιμα και αυτά αλλάζουν, η γλώσσα τόσο πεισματικά ανθίσταται και δεν υποκύπτει εύκολα στην αλλαγή. Έχει και το φαινόμενο αυτό τα αίτιά του. Τη γλώσσα μαθαίνει κανείς μικρό παιδί από τη μάννα του. Η μητρική γλώσσα δύσκολα ξεμαθαίνεται. Ενώ τα αισθήματα και το φρόνημα εύκολα μεταβάλλονται και αλλάζουν. Στην περίπτωση δε των Αλβανών εποίκων της χώρας μας υπάρχουν και ειδικοί λόγοι, διά τους οποίους η γλώσσα τους διετηρήθη και επεβίωσε. Με την Τουρκοκρατία έλειψε το σχολείο, όπου συντελείται η στοιχειώδης μόρφωση του λαού και όπου καλλιεργείται και πλουτίζεται η γλώσσα από της παιδικής ηλικίας.
Πού λοιπόν να μάθουν ελληνικά οι εξελληνισθέντες παλαιοί Αλβανοί έποικοι, αφού σχολεία δεν υπήρχαν; Αλλά μήπως και η επαφή και επικοινωνία με το ιθαγενές στοιχείο, τους Έλληνας, ήτο πολύ συχνή και άμεση, ώστε να υποστούν την ανώτερη πνευματική και κοινωνική τους επίδραση; Οι «Αρβανίτες» εγκατεστημένοι οι περισσότεροι, όπως είπαμε ήσαν σε ορεινές κυρίως περιοχές, ευρίσκοντο τρόπον τινά απομονωμένοι, σαν σε νησίδες, από τον υπόλοιπο ελληνικό πληθυσμό. Συνεπώς δεν υφίσταντο άμεσα την πνευματική των επιρροή, ούτε και τη γλωσσική συνεπώς.
Η δουλεία επίσης του Έθνους μας ήτο ένας επί πλέον δυσμενής όρος. Γι' αυτό μόλις το Έθνος ελευθερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό και άρχισαν να αποδίδονται οι καρποί της πνευματικής μας προόδου και αναπλάσεως, τα «Αρβανίτικα» εξαφανίζονται σύντομα και ασφαλώς έπειτα από μια γενεά δεν θα ακούονται πλέον.
Σήμερα όλοι οι κάτω της ηλικίας των 20 ετών «Αρβανίτες» όχι μόνον δεν μιλούν, αλλ' ούτε καταλαβαίνουν τα «Αρβανίτικα». Ασφαλώς δε έπειτα από λίγα χρόνια, ελάχιστα μόνον γλωσσικά λείψανα θα σώζονται. Θα είναι κυρίως τα τοπωνύμια. Και αυτά δεν βλάπτει καθόλου να διατηρηθούν. Σαν επιγραφές χαραγμένες επί του εδάφους θα μας θυμίζουν κάποια ιστορία ή, για να θυμηθώ τον αείμνηστο ιστορικό Λάμπρο, θα είναι τα τοπωνύμια αυτά τα τόξα μιας κατεστραμμένης γέφυρας, η οποία θα μας μεταφέρει από το παρόν εις το παρελθόν και θα μας βοηθά να μελετούμε με ασφάλεια την ιστορία του τόπου μας.
Το σύνολο των Αρβανιτών της χώρας ανερχόταν το 1879 σε 176.120 άτομα και το 1907 σε 236.707. Οι αριθμοί αυτοί, ως ποσοστό επί τοις εκατό του συνόλου του πληθυσμού της Ελλάδας, ήταν 10,65 % και 9 % αντίστοιχα. Στον αριθμό των Αρβανιτών δεν υπολογίζονται όσοι ζούσαν σε αστικά κέντρα. Οι επίσημες πληροφορίες της Στατιστικής Υπηρεσίας για τον πληθυσμό των Αρβανιτών ήταν 58.916 ή 3,56 % για το 1879 και 50.975 ή 1,94 % για το 1907.
Ιωάννης Χρ. Πούλος
Συντάκτης του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου