Όταν έρχεται εκείνη η στιγμή που το αντίο, μπορεί να είναι ποτέ ξανά … όταν ο χρόνος παίζει περίεργα παιχνίδια, της λήθης και της αληθείας … όταν θέλω να πω μείνε για λίγο ακόμα, και ξέρω πως αυτό είναι αδύνατον … όταν το «όταν», θα ήθελα να είναι «αν θα» … όταν αυτό που ξέρω, είναι αυτό που δεν θα δεχτώ ποτέ ως αιτία δημιουργίας ζωής μέσα από μια απώλεια … έστω ως ψευδαίσθηση επιβολής πάνω σε μια λειψή πλέον καθημερινότητα που επιβεβαιώνει επιδεικτικά, την απουσία όλων αυτών που αγάπησα και δεν είναι πια εδώ, τότε ίσως αποκτήσω συνείδηση του χρόνου … του χαμένου χρόνου, του μάταιου, επιπόλαιου και ανακριβή με τα όσα αισθάνομαι, τα όσα αναπολώ κάτω από μια σκιά θανάτου, ανάμεσα στα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια, τις θολές φιγούρες πίσω από ένα τζάμι, και τις μαυρόασπρες φωτογραφίες από τα ναυτικά ταξίδια του θείου Αλέκου.
Τρέχει ο χρόνος με διαβολεμένη ταχύτητα, θες να πεις στάσου … στάσου για λίγο, μόνο για ένα λεπτό ανάμεσα στα καλώδια και τα σωληνάκια που δίνουν ζωή στο λευκό κελί του νοσοκομείου … χάνεσαι στις σκιές που έντεχνα η μνήμη αφήνει να περάσεις στην ασφάλεια του χθες καθώς τρίζουν τα ξύλινα σκαλοπάτια του παλιού σπιτιού … «πατέρα θ’ αργήσω να έρθω … κοιμηθείτε εσείς … πάω μέχρι το Μίμη» … κι η ώρα γίνεται ένα με τη σιωπή … το κύμα τεράστιο όσο τα όνειρα εκείνες τις μέρες στα παιδικά Χριστούγεννα του ’70.
Το ρολόι και ο μονότονος χτύπος του στο πλίθινο δωμάτιο, το τσαγερό, ένα φωτάκι νυχτός λίγο πιο πέρα, στη γωνιά το καντηλάκι, και μια φλόγα μικρή να φωτίζει τα πρόσωπα των Αγίων στο εικονοστάσι.
Όλα ξεκίνησαν σαν ένα παραμύθι τέλη του ’60, μ’ ένα βασιλικό αμάξι όπως έλεγε το παιδικό τραγούδι, έξω από ένα επαρχιακό εστιατόριο, να περιμένει καρτερικά να ταξιδέψει σε άγνωστα μέρη δύο νέους, τον Αλέκο και την Ελευθερία. Στα μάτια τους γραμμένο με φως και αστερόσκονη μια αγάπη χωρίς όρια βγαλμένη από ποίημα του Καββαδία «… την εσκεφτόμουν πολλές φορές στα φορτηγά, ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου, και μια φωτογραφία της στη πλώρη για με ήταν όαση …».
Από το βάθος των χρόνων έρχεται μια μελωδία απόκοσμη, νοσταλγική, που ημερώνει το θυμό και τη θλίψη για το απρόσμενο ταξίδι, με στίχους που έχουν τη δύναμη να περιγράψουν τον πόνο «φως μου ακριβό να μη σπαταληθείς» …
Χρόνια ατελείωτα σε μια απέραντη θάλασσα που λες και είχε στοιχειώσει το χρόνο, που λες και αρνιόταν πεισματικά να δώσει λιμάνι στις προσδοκίες και τα όνειρα μιας οικογένειας, χρόνια ατελείωτα στα βουρκωμένα μάτια μιας μάνας που ανέμενε με αγωνία το γράμμα, την ελπίδα της επιστροφής, την ελπίδα μιας αγκαλιάς που θα χανόταν μέσα της, χρόνια ατελείωτα να βρίσκει καταφύγιο η αγάπη στα χωρίς όρια σύνορα, στο αέναον πάθος, στο λόγο και το ά-λογον μιας περιπέτειας που λες και δεν είχε τελειωμό.
Σπάνιοι δίσκοι από την Λατινική Αμερική, μπιμπελό από την Ιαπωνία, παιχνίδια απ’ όλα τα μέρη του κόσμου για τ’ αγαπημένα ανιψάκια, δώρα ιδιαίτερα για όλους, για να εισπράξει ως ανταμοιβή τη χαρά των άλλων, το φως στα πρόσωπά τους, σαν ένας μυθικός βασιλιάς πάνω στο θρόνο του, δίκαιος, απέραντα δοτικός, άλλοτε κοινωνικός και άλλοτε μοναχικός, μ’ ένα παράπονο μικρού παιδιού, να σβήνει τη στενοχώρια του σ’ ένα τσιγάρο, που λες και δεν έσβηνε ποτέ, με τη συνοδεία ενός καφέ, συνήθειες αχώριστες από τα πολύχρονα ταξίδια του στη θάλασσα, ταξίδια του ονείρου αποτυπωμένα σε αμέτρητες μαυρόασπρες φωτογραφίες από μέρη ξωτικά, εκεί όπου όλα αποκτούν αίγλη, μυστήριο, εκεί όπου τα «γιατί» χάνονται στη θολή γραμμή των οριζόντων, ανάμεσα σε σκόρπιες σελίδες πάνω σ’ ένα ναυτικό χαρτί δίπλα στα ακουστικά του ασυρμάτου, εκεί όπου η σιωπή γίνεται ο επιστήθιος φίλος μιας ζωής.
Σκόρπιες σελίδες, σκόρπιες μνήμες σαν τ’ άσπρα περιστέρια σ’ έναν σκοτεινό ουρανό. Σκόρπιες σελίδες, σκόρπιες μνήμες δίπλα στο δέντρο με τα πολύχρωμα στολίδια, τα πολύχρωμα φωτάκια όπως εκείνα τα Χριστούγεννα του ’70 που ήρθες με μια αγκαλιά τεράστια και μια μικρή έκπληξη (όπως το συνήθιζες πάντα), που φάνταζε στα παιδικά μας μάτια, σαν να ‘τανε ο κόσμος όλος μέσα στα δυο σου χέρια, μαζί μ’ ένα διάχυτο φως, απ’ τη δική σου λάμψη, φως που έκανε τα όνειρά μας παραμυθένια σαν τα δικά σου ταξίδια σ’ έναν ολόκληρο πλανήτη που έμοιαζε τόσο μικρός όταν τα περιέγραφες, μ’ ένα διάχυτο φως που τώρα πια βρίσκεται σ’ έναν απέραντο ουρανό και ταξιδεύει πάνω σ’ ένα μικρό αστεράκι φωτίζοντας κάτι που θ’ ανήκει πάντα σε μας σαν δώρο για σένα … ένα δάκρυ … να ‘σαι καλά όπου κι αν είσαι … καλά Χριστούγεννα θείε Αλέκο …
Αριστοτέλης Γ. Καλλής
Επ. Πρ. Εμπορικού Συλλόγου Νεμέας
Πτ. Πολιτ. Τμήματος Νομικής Σχολής Αθηνών
Nemeahistory.bloqspot.com
Υ.Γ. Ο Αλέξανδρος Αρ. Καλλής υπήρξε ασυρματιστής του Εμπορικού Ναυτικού και έκλεισε την καριέρα του ως καθηγητής στις σχολές Ασπροπύργου. Έφυγε για το τελευταίο του ταξίδι το Γενάρη του 2017
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου