Μία ευχάριστη όαση της φετινής σεζόν στην ελληνική τηλεόραση, είναι κατά γενική ομολογία το εξαιρετικό ‘Η Λέξη Που Δε Λες’. Μια σειρά που απέδειξε πως για να δημιουργήσεις κάτι όμορφο και να κάνεις τη διαφορά, δεν χρειάζεσαι εκατομμύρια, αλλά μια καλή ιδέα κι ανθρώπους ικανούς να την εκτελέσουν.
Ένας απ’ αυτούς τους ανθρώπους, είναι χωρίς αμφιβολία κι ο Βασίλης Μπισμπίκης, ο οποίος έχει καταφέρει να κλέψει την παράσταση στο ρόλο του Γιάννη, του πατέρα του αυτιστικού Παυλή.
Τα πολύμηνα γυρίσματα στην Κρήτη έχουν πλέον ολοκληρωθεί, η σειρά ετοιμάζεται να ρίξει σιγά-σιγά την αυλαία της, όμως το βλέμμα του Βασίλη Μπισμπίκη βρίσκεται ήδη στην επόμενη αυλαία. Κι αυτό γιατί η δική του καλλιτεχνική κολεκτίβα, η ομάδα Cartel, ετοιμάζεται πυρετωδώς για τη διασκευή του έργου ‘Δεσποινίς Τζούλια’ του Αυγούστου Στρίντμπεργκ στον Τεχνοχώρο Cartel, με την πρεμιέρα να έχει οριστεί για τις 17 Φεβρουαρίου.
Μια παράσταση στην οποία εκτός απ’ το ρόλο του Ζαν, έχει αναλάβει τόσο τη διασκευή όσο και τη σκηνοθεσία. Όχι κι άσχημα για έναν άνθρωπο ο οποίος μέχρι τα 22 του δεν είχε καν σκεφτεί να εργαστεί σαν επαγγελματίας ηθοποιός.
Ότι ο Βασίλης Μπισμπίκης είναι ταλαντούχος, το γνώριζα και πριν τη συνάντησή μας στα Εξάρχεια. Μετά από μια μακροσκελή συζήτηση για το θέατρο, την τηλεόραση, τον κινηματογράφο και τη ζωή, είχα πλέον μάθει ότι πρόκειται και για έναν ιδιαίτερα ειλικρινή και ξεκάθαρο άνθρωπο.
Αλλά ας σηκώσουμε την αυλαία κι ας αφήσουμε τον πρωταγωνιστεί να μιλήσει.
Από το καζίνο στην Επίδαυρο
Σε αντίθεση με τους περισσότερους ηθοποιούς που απαντάνε μηχανικά πως το να ανέβουν στο πάλκο αποτελούσε το παιδικό τους όνειρο, κάτι σαν τους ποδοσφαιριστές που αγαπούσαν από πάντα την ομάδα στην οποία μόλις πήραν μεταγραφή, ο Βασίλης Μπισμπίκης όταν ήταν μικρός είχε άλλες προτεραιότητες.
“Δεν είχα ποτέ σκοπό της ζωής μου να γίνω ηθοποιός. Εκτός απ’ τις παραστάσεις που κάναμε στο σχολείο, συμμετείχα σ’ έναν πολιτιστικό σύλλογο στο Λουτράκι. Τους είχα δει όταν ανέβασαν τα ‘Κόκκινα Φανάρια’, μαγεύτηκα και μπήκα κι εγώ στην ομάδα. Συγχρόνως όμως έκανα κι άλλες δουλειές, δούλευα και στο καζίνο στο Λουτράκι”.
“Κάποια στιγμή ανεβάσαμε ερασιτεχνικά την ‘Ελένη’ και βγήκαμε πρώτοι στην Ελλάδα. Μας δώσανε το θέατρο της Επιδαύρου για μια τιμητική βραδιά στον Ροντήρη για να παίξουμε εκτός του πλαισίου του φεστιβάλ. Την ημέρα της παράστασης ήταν εκεί ο Τάσος ο Ρούσσος, ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου και μου είπε ότι έχω ταλέντο και πρέπει να το συνεχίσω. Τότε ήμουν γύρω στα 22 και δεν είχα σκεφτεί ποτέ να ασχοληθώ πιο σοβαρά με την υποκριτική. Με έπεισε όμως να το δω πιο ειδικά κι ανέβηκα στην Αθήνα με σκοπό να γραφτώ σε μια σχολή. Έτσι τυχαία ξεκίνησε αυτή η περιπέτεια κι απ’ τα 23 μέχρι και σήμερα ζω απ’ αυτή τη δουλειά κι ασχολούμαι μόνο μ’ αυτό”.
“Μπήκα στη σχολή και έπειτα από 4 χρόνια βγήκα λες και ήμουν μοναχός. Είχα μαγευτεί, περνούσα όλο το 24ωρο μέσα στη σχολή και το έψαχνα συνεχώς. Είχα κι ένα δάσκαλο, τον Βασίλη το Ρίτσο, που ήταν ο μέντοράς μου, με είχε μαγέψει. Μου έδωσε το όραμα σε σχέση με το θέατρο και πραγματικά δόθηκα με όλο μου το είναι”.
“Μου είχε πει ‘Βασίλη, το θέατρο είναι σκληρό και χρειάζεται γερό στομάχι’. Τότε δεν το καταλάβαινα, τα έβλεπα πιο ρομαντικά τα πράγματα αλλά στη συνέχεια είδα ότι όντως το θέατρο είναι μια πολύ σκληρή δουλειά που απαιτεί μεγάλο δόσιμο, έχει μεγάλη ανασφάλεια και πολλές ακόμη δυσκολίες”.
“Παλιότερα ήταν και μόδα το να γίνεις ηθοποιός, ειδικά τη δεκαετία του ‘90 και μέχρι τις αρχές των ‘00s. Η ιδιωτική τηλεόραση είχε μπει για τα καλά στη ζωή μας, χρειαζόντουσαν πολλοί ηθοποιοί, άνοιξαν πάρα πολλές σχολές. Μετά την κρίση όμως δεν είναι πια και τόσο μόδα, με 97% ανεργία είναι λίγο δύσκολο να ακολουθήσεις αυτό το επάγγελμα.
Αυτό που λέω στα νέα παιδιά είναι ότι για να πετύχουν θα πρέπει να είναι δοσμένοι 100% και να έχουν μεγάλες βλέψεις. Αλλιώς, υπάρχουν πάρα πολλά ταλέντα εκεί έξω που ψάχνουν για δουλειά, εκπληκτικοί ηθοποιοί που δεν έχουν αναδειχθεί ακόμα κι είναι δύσκολο να τους ανταγωνιστείς
“Νομίζω ότι το επίπεδο του χώρου βρίσκεται σε μια πολύ καλή φάση, υπάρχουν πάρα πολλοί καλοί ηθοποιοί και της γενιάς μου και νεότεροι. Μπορεί οι νεότεροι να είναι και καλύτεροι. Το πεδίο έχει ανοίξει, η νέα γενιά μπορεί να δει περισσότερα πράγματα, να σπουδάσει έξω, να το μελετήσει πιο επιστημονικά το θέμα, δυνατότητες που η προηγούμενη γενιά δεν είχε. Όταν είδα εγώ την πρώτη μου παράσταση απ’ το εξωτερικό μου ‘έσπασε ο εγκέφαλος’, δεν μπορούσα να πιστέψω ότι υπήρχε τέτοιο θέατρο, το λεγόμενο μεταμοντέρνο. Ήταν μια παράσταση του Πίτερ Ζάντεκ η οποία είχε πάρει την πρώτη θέση στα ευρωπαϊκά βραβεία θεάτρου κι είχε ανέβει στο Κρατικό Βορείου Ελλάδας κι έτσι καταφέραμε να τη δούμε. Σήμερα είναι πολύ πιο εύκολο για κάποιον να δει παραστάσεις απ’ το εξωτερικό”.
“Αν κάποια στιγμή κλείσεις το μυαλό σου και θεωρήσεις ότι αυτό είναι το θέατρο, θα κάνεις μεγάλη ζημιά στον εαυτό σου. Τα πράγματα εξελίσσονται, μπαίνουν νέες φόρμες, πρέπει να παρακολουθείς, χωρίς να σημαίνει φυσικά ότι γίνεσαι μιμητής. Πρέπει όμως να παίρνεις όλα τα ερεθίσματα και απ’ την κοινωνία και απ’ το χώρο. Είμαστε ‘κλέφτες’ όλων των συναδέλφων και των σκηνοθετών και της μουσικής και της εικόνας και της ζωγραφικής και όλων των τεχνών. Με έναν τρόπο όλα μας επηρεάζουν σε μια παράσταση που κάνουμε, θέλουμε δεν θέλουμε”.
Συμμετέχοντας στη σειρά της χρονιάς
Ο ρόλος του Γιάννη στη ‘Λέξη Που Δε Λες’ είναι βέβαιο ότι θα συνοδεύει τον Βασίλη Μπισμπίκη για αρκετά χρόνια, αφού συνέδεσε το όνομά του με μια εκπληκτική δουλειά που συγκίνησε και κέρδισε το ελληνικό κοινό. Κάτι που δυστυχώς, δεν το καταφέρνουν και πολλές σειρές στη σημερινή ελληνική τηλεόραση.
“Δεν γνώριζα ούτε το Θοδωρή Παπαδουλάκη, ούτε κανέναν. Με κάλεσαν κάποια στιγμή απ’ τον Alpha για να συμμετάσχω σε μια οντισιόν μαζί με πολλούς ηθοποιούς ακόμη. Έτσι κι έγινε, μετά από ένα μήνα με ξανακάλεσαν, συμμετείχα σε ακόμη μια οντισιόν και τελικά λίγο καιρό αργότερα με κάλεσαν για να μου πουν ότι πήρα το ρόλο. Χάρηκα πάρα πολύ, μετά ήρθαν και τα σενάρια και ξεκίνησα να πάω στην Κρήτη”.
“Στην Κρήτη πήγα ένα μήνα πριν αρχίσουν τα σενάρια για να ενταχθώ λίγο στο χώρο. Έτσι απέκτησα σιγά-σιγά και τη σχέση με το Θοδωρή που είναι ένας εξαιρετικός σκηνοθέτης και άνθρωπος πάνω απ’ όλα. Ανατρεπτικός, με τρομερή φαντασία, με πολύ καλή καθοδήγηση, αφέθηκα εντελώς επάνω του, τον εμπιστεύτηκα και το αποτέλεσμα νομίζω ότι ήταν καλό”.
“Περίμενα ότι θα έχει ανταπόκριση, ίσως και λόγω του Θοδωρή ο οποίος είχε κάνει το ‘Νησί’ και ήξερα ότι αν δεν τον αφορούσε κάτι δεν θα το έκανε. Γνώριζα ότι είναι δύσκολο θέμα, ότι δεν θα είναι μια τυπική σειρά με ερωτικές ίντριγκες αλλά κάτι πολύ ιδιαίτερο. Πίστευα όμως ότι ο κόσμος θα έχει την ευφυΐα να το παρακολουθήσει και να το αγκαλιάσει”.
“Τον πρώτο μήνα στην Κρήτη είχαμε έρθει σε επαφή με ειδικούς πάνω στον αυτισμό. Μιλήσαμε με τον Άρη, ο οποίος είναι ψυχίατρος και διευθυντής στην ΕΛΕΠΑΠ εκεί και μας εξήγησε, εγώ δεν ήξερα και πολλά. Είδαμε ντοκιμαντέρ, μιλήσαμε με ανθρώπους που έχουν αυτιστικά παιδιά, γνωρίσαμε παιδιά με αυτισμό”.
“Η τηλεόραση μπορεί και θα κάνει βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Είδαν οι παραγωγοί ότι δεν χρειάζεται να ακολουθούν την κλασική συνταγή της επιτυχίας συνεχώς. Μπορούν και πιο ανατρεπτικά θέματα, με πιο σκληρή γλώσσα να πάνε καλά. Βλέπουμε άλλωστε κι όλα αυτά τα αμερικάνικα σίριαλ που είναι πάρα πολύ σκληρά στη γλώσσα και στη θεματολογία κι όμως ο κόσμος τα αγαπάει. Κανείς δεν τολμάει να κάνει όμως κάτι αντίστοιχο εδώ, νομίζω ότι θα προχωρήσει προς τα μπροστά. Το κοινό έχει βαρεθεί αυτή την φθηνή εκδοχή της πραγματικότητας. Χωρίς να σημαίνει ότι εγώ δεν έχω συμμετάσχει σε αντίστοιχα σίριαλ . Και καθημερινά σίριαλ έχω κάνει και ό,τι θες, υπάρχει κι η ανάγκη της επιβίωσης”.
“Όταν μπήκα στο τηλεόραση ήταν στο τέλος της καλής εποχής. Στη συνέχεια βάλτωσε τελείως και τώρα βλέπω ότι κάπως ανακάμπτει. Υπήρξε μια περίοδος που δεν γινόντουσαν καθόλου σίριαλ, υπήρχαν μόνο τα τούρκικα. Σιγά-σιγά άρχισαν πάλι να κάνουν σίριαλ, μπορεί να μην ήταν όλα καλά αλλά τουλάχιστον έβρισκε δουλειά ο κόσμος. Τον τελευταίο χρόνο έχω δει πιο αξιοπρεπείς δουλειές”.
“Πιστεύω ότι χρειάζεται η τηλεόραση για έναν ηθοποιό, ειδικά στη σημερινή εποχή. Δεν είναι τα πράγματα όπως παλιά, όπου μπορούσες να αναπτυχθείς μόνο μέσα από το θέατρο. Και οι ίδιοι οι παραγωγοί άλλωστε θέλουν πολλές φορές ηθοποιούς που να είναι αναγνωρίσιμοι“.
Απ’ την άλλη είναι δουλειά, είναι ένα επάγγελμα, εγώ θέλω να ζήσω καλά, θα κάνω κι εκπτώσεις, θα παίξω και σε σίριαλ που δεν πιστεύω τόσο. Ακόμη και τα καθημερινά σίριαλ με βοήθησαν πάρα πολύ στην πορεία μου, να παίξω στο θέατρο, να έχω χρήματα για να ζήσω αξιοπρεπώς
“Κακά τα ψέμματα, αν δεν έχεις χρήματα είναι δύσκολο να δημιουργήσεις, έχεις το μυαλό σου στην επιβίωση κι όχι στην τέχνη. Όσοι μπορούν και δεν κάνουν εκπτώσεις, μαγκιά τους, εγώ έχω παιδί, οικογένεια και θέλω να ζήσω όμορφα. Το θέατρο είναι ένα κομμάτι της ζωής μου, δεν είναι η ζωή μου”
Η σημερινή ματιά στην ‘Δεσποινίς Τζούλια’
Σε λίγες ημέρες, η παράσταση την οποία σκηνοθετεί και στην οποία πρωταγωνιστεί ο Βασίλης Μπισμπίκης ανεβαίνει στον Τεχνοχώρο Cartel. Μια παράσταση η οποία έχει ανέβει αμέτρητες φορές στα ελληνικά θέατρα, όμως μοιάζει να γίνεται συνεχώς όλο και πιο επίκαιρη.
“Δεν αποκαλώ τον εαυτό μου σκηνοθέτη, πειραματίζομαι. Είναι μόλις η δεύτερη δουλειά που κάνω. Είναι κάποια έργα που με ιντριγκάρουν. Το ‘Δεσποινίς Τζούλια’ το είχα φανταστεί εδώ και πολύ καιρό και θα ήταν άδικο να το κάνει κάποιος άλλος σκηνοθέτης, απ’ τη στιγμή που είχα μια πολύ συγκεκριμένη εικόνα στο μυαλό μου για το έργο. Αποφάσισα λοιπόν να το κάνω μόνος μου, μαζί με την ομάδα μου”.
“Ήταν ένα έργο που έπαιζε πάρα πολλά χρόνια στο κεφάλι μου. Κάθε χρόνο ανεβαίνει 2-3 φορές, το είχα μελετήσει στη σχολή και πριν 2 χρόνια ήρθε ο καιρός να αρχίσω να ασχολούμαι πιο ειδικά μαζί του. Σε σχέση με όλη αυτή την ανθρωποφαγία που υπάρχει γύρω μας και τις σχέσεις των ανθρώπων με τον εξευτελισμό, τα όρια, το πώς επιχειρεί κάποιος να ανέβει κοινωνικά και τι είναι διατεθειμένος να κάνει γι΄αυτό, αυτό το έργο μου έδωσε τη δυνατότητα να ζουμάρω σε όλη αυτή τη σημερινή κατάσταση”.
“Πίστευα ότι η κρίση θα φέρει αλληλεγγύη στους ανθρώπους, ότι ο ένας θα προσπαθήσει να βοηθήσει τον άλλο. Δυστυχώς αυτό δεν έγινε. Για διάφορους λόγους, τους οποίους μπορείς να δικαιολογήσεις, οι άνθρωποι έγιναν πιο εγωιστές, κοιτούν περισσότερο τον εαυτό τους, φοβούνται με όλο αυτό που συμβαίνει. Αντί να ενωθούμε απομακρυνθήκαμε, γίναμε πιο σκληροί, κοιτάμε τον κώλο μας πρώτα”.
“Η τέχνη καθρεφτίζει τα κοινωνικά φαινόμενα, χωρίς να δίνει λύση. Προβληματίζει κι αφυπνίζει τη συνείδηση αυτού που το βλέπει. Απ’ την άλλη δεν είμαι απ’ τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι το θέατρο φέρνει μια μεγάλη αλλαγή. Ο πολιτισμός φυσικά κι είναι πολύ σημαντικός να υπάρχει, όμως δεν μπορεί να κάνει μέσω αυτού κάποιος επανάσταση. Ίσως είναι πιο εύκολο να γίνει με τα τραγούδια”.
Με το θέατρο ισχύει κι αυτό που είχε πει ο Γκροτόφσκι, ένας πολύ μεγάλος Πολωνός δάσκαλος, ότι πάνε οι κυρίες το Σάββατο στο θέατρο να δουν την Αντιγόνη, ταυτίζονται μαζί της, χειροκροτάνε, μισούν τον Κρέοντα και μόλις βγουν έξω απ’ το θέατρο γίνονται Κρέοντες
“Η παράσταση ζουμάρει πάρα πολύ στον ψυχικό φόνο. Γίνεται μια μεταφορά. Το έργο από γραφής του εκτυλίσσεται μέσα σε μια κουζίνα, στο σπίτι ενός κόμη, που είναι εκεί η μαγείρισσα και φτάνουν κι ο υπηρέτης με την κυρία. Εμείς το φέρνουμε σε μια βιομηχανική περιοχή, μέσα στο γκαράζ του Ζαν, ένα αντρικό καταφύγιο. Το τοποθετούμε στο χώρο αυτό, διότι σ’ ένα γκαράζ ή σ’ ένα υπόγειο γίνονται διάφορες παράνομες συναλλαγές, δολοφονίες, εγκληματικές ενέργειες, είναι κάπως πιο νοσηρό το περιβάλλον. Απ’ την άλλη δεν χρησιμοποιούμε κάποια φόρμα του 1900, έχουμε κρατήσει το πρωτότυπο κείμενο σε μετάφραση του Χρήστου Νικολόπουλου αφαιρώντας απλά κάποια κομμάτια που εστιάζουν σ΄εκείνη την εποχή. Κάτω απ’ αυτή την ιστορία που τρέχει για τις σχέσεις των ανθρώπων τότε, έχουμε κάνει μια μεταφορά σε αντιστοιχία με το σήμερα και το πώς θα μπορούσε να κινηθεί τώρα μια κόρη επιχειρηματία, ένας σωματοφύλακας-υπηρέτης του μπαμπά που είναι ο οδηγός του και μια μαγείρισσα σ’ ένα σπίτι των πλουσίων”.
“Ο Στρίντμπεργκ τοποθετεί το έργο στη Σουηδία σε μια γιορτή του μεσοκαλόκαιρου όπου οι τάξεις γίνονται ένα, ο πλούσιος με το φτωχό μπορούν να βρεθούν στο ίδιο μέρος. Επειδή εμείς δεν έχουμε αντίστοιχη γιορτή τοποθετούμε το έργο στις Απόκριες, όπου πίσω απ’ τη μάσκα μπορεί εύκολα ένας πλούσιος να βρεθεί μαζί μ’ έναν φτωχό. Αυτή είναι η βασική μετατροπή που έχουμε κάνει στο έργο”.
Η ομάδα CARTEL
Η ‘Δεσποινίς Τζούλια’ αποτελεί παιδί της ομάδας Cartel, μιας κολεκτίβας της οποίας πίσω απ’ τη δημιουργία βρίσκεται και ο Βασίλης Μπισμπίκης.
“Η ομάδα δημιουργήθηκε πριν από 4 χρόνια απ’ τον Παναγιώτη Σούλη, τη Φαίη Τζήμα κι εμένα και στην πορεία προστέθηκαν κι άλλα παιδιά με στόχο να φτιάξουμε μια ομάδα με κοινό υποκριτικό κώδικα. Η Ελεονώρα Αντωνιάδου, η Στεφανία Βλάχου, ο Στέλιος Κυριακίδης, τώρα κι η Δήμητρα Παπαδήμα που συμμετέχει και στην παράσταση”.
“Η ομάδα δημιουργήθηκε απ’ την ανάγκη να εκφραστούμε όπως εμείς θέλουμε, να πειραματιστούμε και να ανοίξουμε διάλογο και με ομάδες του εξωτερικού. Αναζητούσαμε και χώρους κι όλοι νοικιάζονταν με υπέρογκα ποσά. Βρήκαμε λοιπόν έναν μικρό χώρο, ένα παλιό μηχανουργείο στο Βοτανικό, το οποίο το νοικιάσαμε και το φτιάξαμε από μόνοι μας με υλικά απ’ την ανακύκλωση. Και στις παραστάσεις άλλωστε, όλα τα σκηνογραφικά γίνονται από υλικά που βρίσκουμε στους δρόμους στη γύρω περιοχή”.
“Προσπαθούμε όσο γίνεται να διατηρήσουμε αυτό το χώρο οικονομικά γιατί δεν γίνεται να πεις ότι βγάζεις λεφτά απ’ αυτό, απλά τον συντηρούμε. Τον προσφέρουμε με πολύ χαμηλό ενοίκιο και σε νέες ομάδες που δεν έχουν βήμα, για να παρουσιάσουν τη δουλειά τους, κάνουμε και φεστιβάλ για νέες ομάδες. Προσπαθούμε γενικά να είναι μια βάση έκφρασης για τους νέους καλλιτέχνες”.
“Έχουμε κάνει κατά καιρούς διάφορες εκθέσεις ζωγραφικής με πίνακες ανθρώπων που ήταν στη φυλακή, τώρα συζητάω μ’ έναν καλλιτέχνη για μια έκθεση φωτογραφίες σχετική με τα ψυχικά θέματα που μπορεί να ταιριάζει και με το έργο. Ο τζαζίστας Δημήτρης Βασιλάκης έχει κάνει κάποιες δουλειές μέσα στο χώρο και γενικά είμαστε ανοιχτοί και σε άλλα πράγματα”.
Ο Πατσίνο, ο Λάνθιμος κι ο Οικονομίδης
Εκτός από το θέατρο και την τηλεόραση, ο Βασίλης Μπισμπίκης έχει δοκιμάσει τις δυνάμεις του και στην μεγάλη οθόνη, στην οποία μάλιστα θα επιστρέψει πολύ σύντομα. Άλλωστε όλοι του οι παιδικοί ήρωες, ήταν πρωταγωνιστές του σινεμά.
“Στον κινηματογράφο έχω κάνει μια ταινία μεγάλου μήκους, την ‘Πόλη των Παιδιών” με τον Γκικαπέππα, είχε πάει εξαιρετικά καλά, είχε πάρει και βραβεία, ενώ έχω κάνει και κάποιες μικρού μήκους”.
“Είμαι δεμένος πολύ περισσότερο με το θέατρο, δεν υπάρχει σύγκριση. Ξεκίνησα απ’ το θέατρο, μετά από 5-6 χρόνια έκανα τηλεόραση για τα ‘Μυστικά της Εδέμ’ αφού πρώτα είχα κάνει πολλές δουλειές με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος”.
“Διδάσκω στην δραματική σχολή Τράγκα, είναι η σχολή που τελείωσα. Έχει ενδιαφέρον που έρχομαι αντιμέτωπος με εκκολαπτόμενους ηθοποιούς, νέα παιδιά που θέλουν να πετύχουν τους στόχους τους. Είμαι μαζί τους όχι ακριβώς σαν δάσκαλος αλλά περισσότερο σαν μαθητής. Κι εγώ άλλωστε δεν έχω καμιά ιδιαίτερη εμπειρία σε σχέση με τη διδασκαλία, απλά προσπαθώ να τους περάσω κάποιες εμπειρίες και μια πολύ συγκεκριμένη μέθοδο και να ανακαλύψουμε στον καθένα ξεχωριστά τη δική τους μέθοδο και λειτουργία”.
“Έχω σκεφτεί να παρακολουθήσω ένα καμπ στην Αμερική σχετικό με το Actor’s Studio, να αναπτύξω μια συγκεκριμένη τεχνική, να δω αν με παίρνει κιόλας να κάνω το κάτι παραπάνω. Σαν σκέψη υπάρχει, προς το παρόν δεν έχω πάρει την απόφαση να την υλοποιήσω”.
“Ο Αλ Πατσίνο μου άρεσε πάντα πάρα πολύ κι ο ‘Σημαδεμένος’ είχε καταφέρει όντως να με σημαδέψει. Την είδα 14 χρονών πρώτη φορά, από τότε την έχω δει αμέτρητες φορές, ήταν εκπληκτικός. Άλλες ταινίες που με εντυπωσίασαν όταν ήμουν μικρός ήταν το ‘Αποκάλυψη Τώρα’, η ‘Λάμψη’ και ‘Το Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι“.
“Από σκηνοθέτες μου αρέσουν πάρα πολύ ο Μάικ Νίκολς, ο Ταραντίνο, ο Σκορτσέζε και Έλληνες φυσικά, ο Γιάννης ο Οικονομίδης. Μ΄αρέσουν πολύ οι σκηνοθέτες που ασχολούνται με το περιθώριο’”.
“Έχω παρακολουθήσει Λάνθιμο και προφανώς ο άνθρωπος κάνει κάτι πολύ σημαντικό για να έχει φτάσει εκεί που έχει φτάσει, όμως δεν μπορώ να πω ότι με αγγίζει η συγκεκριμένη φόρμα. Είναι πάρα πολύ καλός προφανώς σ’ αυτό που κάνει, απλά εμένα δεν μου ταιριάζει σαν θεατής αυτή η αποστασιοποίηση, προτιμώ τον ρεαλισμό. Είναι φυσικά πολύ σημαντικός, απλά ο Οικονομίδης ας πούμε με αφορά πιο πολύ”.
“Θα κάνω αυτό το χρόνο κινηματογράφο, έχω κάποιες προτάσεις, θα κάνω τουλάχιστον μια ταινία, θέλω να μπω σ’ αυτό το χώρο σ’ αυτή τη φάση της ζωής μου, γουστάρω, αρκεί να με γουστάρουν κι αυτοί. Μοιάζει περισσότερο με το θέατρο σε σχέση με την τηλεόραση, είναι πιο εύκολο να χτίσεις έναν χαρακτήρα και να δοθείς. Ο ελληνικός κινηματογράφος περνάει μια πολύ καλή εποχή, μ’ αυτά τα λίγα χρήματα που υπάρχουν γίνονται καλές δουλειές”.
Πηγή
Ένας απ’ αυτούς τους ανθρώπους, είναι χωρίς αμφιβολία κι ο Βασίλης Μπισμπίκης, ο οποίος έχει καταφέρει να κλέψει την παράσταση στο ρόλο του Γιάννη, του πατέρα του αυτιστικού Παυλή.
Τα πολύμηνα γυρίσματα στην Κρήτη έχουν πλέον ολοκληρωθεί, η σειρά ετοιμάζεται να ρίξει σιγά-σιγά την αυλαία της, όμως το βλέμμα του Βασίλη Μπισμπίκη βρίσκεται ήδη στην επόμενη αυλαία. Κι αυτό γιατί η δική του καλλιτεχνική κολεκτίβα, η ομάδα Cartel, ετοιμάζεται πυρετωδώς για τη διασκευή του έργου ‘Δεσποινίς Τζούλια’ του Αυγούστου Στρίντμπεργκ στον Τεχνοχώρο Cartel, με την πρεμιέρα να έχει οριστεί για τις 17 Φεβρουαρίου.
Μια παράσταση στην οποία εκτός απ’ το ρόλο του Ζαν, έχει αναλάβει τόσο τη διασκευή όσο και τη σκηνοθεσία. Όχι κι άσχημα για έναν άνθρωπο ο οποίος μέχρι τα 22 του δεν είχε καν σκεφτεί να εργαστεί σαν επαγγελματίας ηθοποιός.
Ότι ο Βασίλης Μπισμπίκης είναι ταλαντούχος, το γνώριζα και πριν τη συνάντησή μας στα Εξάρχεια. Μετά από μια μακροσκελή συζήτηση για το θέατρο, την τηλεόραση, τον κινηματογράφο και τη ζωή, είχα πλέον μάθει ότι πρόκειται και για έναν ιδιαίτερα ειλικρινή και ξεκάθαρο άνθρωπο.
Αλλά ας σηκώσουμε την αυλαία κι ας αφήσουμε τον πρωταγωνιστεί να μιλήσει.
Από το καζίνο στην Επίδαυρο
Σε αντίθεση με τους περισσότερους ηθοποιούς που απαντάνε μηχανικά πως το να ανέβουν στο πάλκο αποτελούσε το παιδικό τους όνειρο, κάτι σαν τους ποδοσφαιριστές που αγαπούσαν από πάντα την ομάδα στην οποία μόλις πήραν μεταγραφή, ο Βασίλης Μπισμπίκης όταν ήταν μικρός είχε άλλες προτεραιότητες.
“Δεν είχα ποτέ σκοπό της ζωής μου να γίνω ηθοποιός. Εκτός απ’ τις παραστάσεις που κάναμε στο σχολείο, συμμετείχα σ’ έναν πολιτιστικό σύλλογο στο Λουτράκι. Τους είχα δει όταν ανέβασαν τα ‘Κόκκινα Φανάρια’, μαγεύτηκα και μπήκα κι εγώ στην ομάδα. Συγχρόνως όμως έκανα κι άλλες δουλειές, δούλευα και στο καζίνο στο Λουτράκι”.
“Κάποια στιγμή ανεβάσαμε ερασιτεχνικά την ‘Ελένη’ και βγήκαμε πρώτοι στην Ελλάδα. Μας δώσανε το θέατρο της Επιδαύρου για μια τιμητική βραδιά στον Ροντήρη για να παίξουμε εκτός του πλαισίου του φεστιβάλ. Την ημέρα της παράστασης ήταν εκεί ο Τάσος ο Ρούσσος, ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου και μου είπε ότι έχω ταλέντο και πρέπει να το συνεχίσω. Τότε ήμουν γύρω στα 22 και δεν είχα σκεφτεί ποτέ να ασχοληθώ πιο σοβαρά με την υποκριτική. Με έπεισε όμως να το δω πιο ειδικά κι ανέβηκα στην Αθήνα με σκοπό να γραφτώ σε μια σχολή. Έτσι τυχαία ξεκίνησε αυτή η περιπέτεια κι απ’ τα 23 μέχρι και σήμερα ζω απ’ αυτή τη δουλειά κι ασχολούμαι μόνο μ’ αυτό”.
“Μπήκα στη σχολή και έπειτα από 4 χρόνια βγήκα λες και ήμουν μοναχός. Είχα μαγευτεί, περνούσα όλο το 24ωρο μέσα στη σχολή και το έψαχνα συνεχώς. Είχα κι ένα δάσκαλο, τον Βασίλη το Ρίτσο, που ήταν ο μέντοράς μου, με είχε μαγέψει. Μου έδωσε το όραμα σε σχέση με το θέατρο και πραγματικά δόθηκα με όλο μου το είναι”.
“Μου είχε πει ‘Βασίλη, το θέατρο είναι σκληρό και χρειάζεται γερό στομάχι’. Τότε δεν το καταλάβαινα, τα έβλεπα πιο ρομαντικά τα πράγματα αλλά στη συνέχεια είδα ότι όντως το θέατρο είναι μια πολύ σκληρή δουλειά που απαιτεί μεγάλο δόσιμο, έχει μεγάλη ανασφάλεια και πολλές ακόμη δυσκολίες”.
“Παλιότερα ήταν και μόδα το να γίνεις ηθοποιός, ειδικά τη δεκαετία του ‘90 και μέχρι τις αρχές των ‘00s. Η ιδιωτική τηλεόραση είχε μπει για τα καλά στη ζωή μας, χρειαζόντουσαν πολλοί ηθοποιοί, άνοιξαν πάρα πολλές σχολές. Μετά την κρίση όμως δεν είναι πια και τόσο μόδα, με 97% ανεργία είναι λίγο δύσκολο να ακολουθήσεις αυτό το επάγγελμα.
Αυτό που λέω στα νέα παιδιά είναι ότι για να πετύχουν θα πρέπει να είναι δοσμένοι 100% και να έχουν μεγάλες βλέψεις. Αλλιώς, υπάρχουν πάρα πολλά ταλέντα εκεί έξω που ψάχνουν για δουλειά, εκπληκτικοί ηθοποιοί που δεν έχουν αναδειχθεί ακόμα κι είναι δύσκολο να τους ανταγωνιστείς
“Νομίζω ότι το επίπεδο του χώρου βρίσκεται σε μια πολύ καλή φάση, υπάρχουν πάρα πολλοί καλοί ηθοποιοί και της γενιάς μου και νεότεροι. Μπορεί οι νεότεροι να είναι και καλύτεροι. Το πεδίο έχει ανοίξει, η νέα γενιά μπορεί να δει περισσότερα πράγματα, να σπουδάσει έξω, να το μελετήσει πιο επιστημονικά το θέμα, δυνατότητες που η προηγούμενη γενιά δεν είχε. Όταν είδα εγώ την πρώτη μου παράσταση απ’ το εξωτερικό μου ‘έσπασε ο εγκέφαλος’, δεν μπορούσα να πιστέψω ότι υπήρχε τέτοιο θέατρο, το λεγόμενο μεταμοντέρνο. Ήταν μια παράσταση του Πίτερ Ζάντεκ η οποία είχε πάρει την πρώτη θέση στα ευρωπαϊκά βραβεία θεάτρου κι είχε ανέβει στο Κρατικό Βορείου Ελλάδας κι έτσι καταφέραμε να τη δούμε. Σήμερα είναι πολύ πιο εύκολο για κάποιον να δει παραστάσεις απ’ το εξωτερικό”.
“Αν κάποια στιγμή κλείσεις το μυαλό σου και θεωρήσεις ότι αυτό είναι το θέατρο, θα κάνεις μεγάλη ζημιά στον εαυτό σου. Τα πράγματα εξελίσσονται, μπαίνουν νέες φόρμες, πρέπει να παρακολουθείς, χωρίς να σημαίνει φυσικά ότι γίνεσαι μιμητής. Πρέπει όμως να παίρνεις όλα τα ερεθίσματα και απ’ την κοινωνία και απ’ το χώρο. Είμαστε ‘κλέφτες’ όλων των συναδέλφων και των σκηνοθετών και της μουσικής και της εικόνας και της ζωγραφικής και όλων των τεχνών. Με έναν τρόπο όλα μας επηρεάζουν σε μια παράσταση που κάνουμε, θέλουμε δεν θέλουμε”.
Συμμετέχοντας στη σειρά της χρονιάς
Ο ρόλος του Γιάννη στη ‘Λέξη Που Δε Λες’ είναι βέβαιο ότι θα συνοδεύει τον Βασίλη Μπισμπίκη για αρκετά χρόνια, αφού συνέδεσε το όνομά του με μια εκπληκτική δουλειά που συγκίνησε και κέρδισε το ελληνικό κοινό. Κάτι που δυστυχώς, δεν το καταφέρνουν και πολλές σειρές στη σημερινή ελληνική τηλεόραση.
“Δεν γνώριζα ούτε το Θοδωρή Παπαδουλάκη, ούτε κανέναν. Με κάλεσαν κάποια στιγμή απ’ τον Alpha για να συμμετάσχω σε μια οντισιόν μαζί με πολλούς ηθοποιούς ακόμη. Έτσι κι έγινε, μετά από ένα μήνα με ξανακάλεσαν, συμμετείχα σε ακόμη μια οντισιόν και τελικά λίγο καιρό αργότερα με κάλεσαν για να μου πουν ότι πήρα το ρόλο. Χάρηκα πάρα πολύ, μετά ήρθαν και τα σενάρια και ξεκίνησα να πάω στην Κρήτη”.
“Στην Κρήτη πήγα ένα μήνα πριν αρχίσουν τα σενάρια για να ενταχθώ λίγο στο χώρο. Έτσι απέκτησα σιγά-σιγά και τη σχέση με το Θοδωρή που είναι ένας εξαιρετικός σκηνοθέτης και άνθρωπος πάνω απ’ όλα. Ανατρεπτικός, με τρομερή φαντασία, με πολύ καλή καθοδήγηση, αφέθηκα εντελώς επάνω του, τον εμπιστεύτηκα και το αποτέλεσμα νομίζω ότι ήταν καλό”.
“Περίμενα ότι θα έχει ανταπόκριση, ίσως και λόγω του Θοδωρή ο οποίος είχε κάνει το ‘Νησί’ και ήξερα ότι αν δεν τον αφορούσε κάτι δεν θα το έκανε. Γνώριζα ότι είναι δύσκολο θέμα, ότι δεν θα είναι μια τυπική σειρά με ερωτικές ίντριγκες αλλά κάτι πολύ ιδιαίτερο. Πίστευα όμως ότι ο κόσμος θα έχει την ευφυΐα να το παρακολουθήσει και να το αγκαλιάσει”.
“Τον πρώτο μήνα στην Κρήτη είχαμε έρθει σε επαφή με ειδικούς πάνω στον αυτισμό. Μιλήσαμε με τον Άρη, ο οποίος είναι ψυχίατρος και διευθυντής στην ΕΛΕΠΑΠ εκεί και μας εξήγησε, εγώ δεν ήξερα και πολλά. Είδαμε ντοκιμαντέρ, μιλήσαμε με ανθρώπους που έχουν αυτιστικά παιδιά, γνωρίσαμε παιδιά με αυτισμό”.
“Η τηλεόραση μπορεί και θα κάνει βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Είδαν οι παραγωγοί ότι δεν χρειάζεται να ακολουθούν την κλασική συνταγή της επιτυχίας συνεχώς. Μπορούν και πιο ανατρεπτικά θέματα, με πιο σκληρή γλώσσα να πάνε καλά. Βλέπουμε άλλωστε κι όλα αυτά τα αμερικάνικα σίριαλ που είναι πάρα πολύ σκληρά στη γλώσσα και στη θεματολογία κι όμως ο κόσμος τα αγαπάει. Κανείς δεν τολμάει να κάνει όμως κάτι αντίστοιχο εδώ, νομίζω ότι θα προχωρήσει προς τα μπροστά. Το κοινό έχει βαρεθεί αυτή την φθηνή εκδοχή της πραγματικότητας. Χωρίς να σημαίνει ότι εγώ δεν έχω συμμετάσχει σε αντίστοιχα σίριαλ . Και καθημερινά σίριαλ έχω κάνει και ό,τι θες, υπάρχει κι η ανάγκη της επιβίωσης”.
“Όταν μπήκα στο τηλεόραση ήταν στο τέλος της καλής εποχής. Στη συνέχεια βάλτωσε τελείως και τώρα βλέπω ότι κάπως ανακάμπτει. Υπήρξε μια περίοδος που δεν γινόντουσαν καθόλου σίριαλ, υπήρχαν μόνο τα τούρκικα. Σιγά-σιγά άρχισαν πάλι να κάνουν σίριαλ, μπορεί να μην ήταν όλα καλά αλλά τουλάχιστον έβρισκε δουλειά ο κόσμος. Τον τελευταίο χρόνο έχω δει πιο αξιοπρεπείς δουλειές”.
“Πιστεύω ότι χρειάζεται η τηλεόραση για έναν ηθοποιό, ειδικά στη σημερινή εποχή. Δεν είναι τα πράγματα όπως παλιά, όπου μπορούσες να αναπτυχθείς μόνο μέσα από το θέατρο. Και οι ίδιοι οι παραγωγοί άλλωστε θέλουν πολλές φορές ηθοποιούς που να είναι αναγνωρίσιμοι“.
Απ’ την άλλη είναι δουλειά, είναι ένα επάγγελμα, εγώ θέλω να ζήσω καλά, θα κάνω κι εκπτώσεις, θα παίξω και σε σίριαλ που δεν πιστεύω τόσο. Ακόμη και τα καθημερινά σίριαλ με βοήθησαν πάρα πολύ στην πορεία μου, να παίξω στο θέατρο, να έχω χρήματα για να ζήσω αξιοπρεπώς
“Κακά τα ψέμματα, αν δεν έχεις χρήματα είναι δύσκολο να δημιουργήσεις, έχεις το μυαλό σου στην επιβίωση κι όχι στην τέχνη. Όσοι μπορούν και δεν κάνουν εκπτώσεις, μαγκιά τους, εγώ έχω παιδί, οικογένεια και θέλω να ζήσω όμορφα. Το θέατρο είναι ένα κομμάτι της ζωής μου, δεν είναι η ζωή μου”
Η σημερινή ματιά στην ‘Δεσποινίς Τζούλια’
Σε λίγες ημέρες, η παράσταση την οποία σκηνοθετεί και στην οποία πρωταγωνιστεί ο Βασίλης Μπισμπίκης ανεβαίνει στον Τεχνοχώρο Cartel. Μια παράσταση η οποία έχει ανέβει αμέτρητες φορές στα ελληνικά θέατρα, όμως μοιάζει να γίνεται συνεχώς όλο και πιο επίκαιρη.
“Δεν αποκαλώ τον εαυτό μου σκηνοθέτη, πειραματίζομαι. Είναι μόλις η δεύτερη δουλειά που κάνω. Είναι κάποια έργα που με ιντριγκάρουν. Το ‘Δεσποινίς Τζούλια’ το είχα φανταστεί εδώ και πολύ καιρό και θα ήταν άδικο να το κάνει κάποιος άλλος σκηνοθέτης, απ’ τη στιγμή που είχα μια πολύ συγκεκριμένη εικόνα στο μυαλό μου για το έργο. Αποφάσισα λοιπόν να το κάνω μόνος μου, μαζί με την ομάδα μου”.
“Ήταν ένα έργο που έπαιζε πάρα πολλά χρόνια στο κεφάλι μου. Κάθε χρόνο ανεβαίνει 2-3 φορές, το είχα μελετήσει στη σχολή και πριν 2 χρόνια ήρθε ο καιρός να αρχίσω να ασχολούμαι πιο ειδικά μαζί του. Σε σχέση με όλη αυτή την ανθρωποφαγία που υπάρχει γύρω μας και τις σχέσεις των ανθρώπων με τον εξευτελισμό, τα όρια, το πώς επιχειρεί κάποιος να ανέβει κοινωνικά και τι είναι διατεθειμένος να κάνει γι΄αυτό, αυτό το έργο μου έδωσε τη δυνατότητα να ζουμάρω σε όλη αυτή τη σημερινή κατάσταση”.
“Πίστευα ότι η κρίση θα φέρει αλληλεγγύη στους ανθρώπους, ότι ο ένας θα προσπαθήσει να βοηθήσει τον άλλο. Δυστυχώς αυτό δεν έγινε. Για διάφορους λόγους, τους οποίους μπορείς να δικαιολογήσεις, οι άνθρωποι έγιναν πιο εγωιστές, κοιτούν περισσότερο τον εαυτό τους, φοβούνται με όλο αυτό που συμβαίνει. Αντί να ενωθούμε απομακρυνθήκαμε, γίναμε πιο σκληροί, κοιτάμε τον κώλο μας πρώτα”.
“Η τέχνη καθρεφτίζει τα κοινωνικά φαινόμενα, χωρίς να δίνει λύση. Προβληματίζει κι αφυπνίζει τη συνείδηση αυτού που το βλέπει. Απ’ την άλλη δεν είμαι απ’ τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι το θέατρο φέρνει μια μεγάλη αλλαγή. Ο πολιτισμός φυσικά κι είναι πολύ σημαντικός να υπάρχει, όμως δεν μπορεί να κάνει μέσω αυτού κάποιος επανάσταση. Ίσως είναι πιο εύκολο να γίνει με τα τραγούδια”.
Με το θέατρο ισχύει κι αυτό που είχε πει ο Γκροτόφσκι, ένας πολύ μεγάλος Πολωνός δάσκαλος, ότι πάνε οι κυρίες το Σάββατο στο θέατρο να δουν την Αντιγόνη, ταυτίζονται μαζί της, χειροκροτάνε, μισούν τον Κρέοντα και μόλις βγουν έξω απ’ το θέατρο γίνονται Κρέοντες
“Η παράσταση ζουμάρει πάρα πολύ στον ψυχικό φόνο. Γίνεται μια μεταφορά. Το έργο από γραφής του εκτυλίσσεται μέσα σε μια κουζίνα, στο σπίτι ενός κόμη, που είναι εκεί η μαγείρισσα και φτάνουν κι ο υπηρέτης με την κυρία. Εμείς το φέρνουμε σε μια βιομηχανική περιοχή, μέσα στο γκαράζ του Ζαν, ένα αντρικό καταφύγιο. Το τοποθετούμε στο χώρο αυτό, διότι σ’ ένα γκαράζ ή σ’ ένα υπόγειο γίνονται διάφορες παράνομες συναλλαγές, δολοφονίες, εγκληματικές ενέργειες, είναι κάπως πιο νοσηρό το περιβάλλον. Απ’ την άλλη δεν χρησιμοποιούμε κάποια φόρμα του 1900, έχουμε κρατήσει το πρωτότυπο κείμενο σε μετάφραση του Χρήστου Νικολόπουλου αφαιρώντας απλά κάποια κομμάτια που εστιάζουν σ΄εκείνη την εποχή. Κάτω απ’ αυτή την ιστορία που τρέχει για τις σχέσεις των ανθρώπων τότε, έχουμε κάνει μια μεταφορά σε αντιστοιχία με το σήμερα και το πώς θα μπορούσε να κινηθεί τώρα μια κόρη επιχειρηματία, ένας σωματοφύλακας-υπηρέτης του μπαμπά που είναι ο οδηγός του και μια μαγείρισσα σ’ ένα σπίτι των πλουσίων”.
“Ο Στρίντμπεργκ τοποθετεί το έργο στη Σουηδία σε μια γιορτή του μεσοκαλόκαιρου όπου οι τάξεις γίνονται ένα, ο πλούσιος με το φτωχό μπορούν να βρεθούν στο ίδιο μέρος. Επειδή εμείς δεν έχουμε αντίστοιχη γιορτή τοποθετούμε το έργο στις Απόκριες, όπου πίσω απ’ τη μάσκα μπορεί εύκολα ένας πλούσιος να βρεθεί μαζί μ’ έναν φτωχό. Αυτή είναι η βασική μετατροπή που έχουμε κάνει στο έργο”.
Η ομάδα CARTEL
Η ‘Δεσποινίς Τζούλια’ αποτελεί παιδί της ομάδας Cartel, μιας κολεκτίβας της οποίας πίσω απ’ τη δημιουργία βρίσκεται και ο Βασίλης Μπισμπίκης.
“Η ομάδα δημιουργήθηκε πριν από 4 χρόνια απ’ τον Παναγιώτη Σούλη, τη Φαίη Τζήμα κι εμένα και στην πορεία προστέθηκαν κι άλλα παιδιά με στόχο να φτιάξουμε μια ομάδα με κοινό υποκριτικό κώδικα. Η Ελεονώρα Αντωνιάδου, η Στεφανία Βλάχου, ο Στέλιος Κυριακίδης, τώρα κι η Δήμητρα Παπαδήμα που συμμετέχει και στην παράσταση”.
“Η ομάδα δημιουργήθηκε απ’ την ανάγκη να εκφραστούμε όπως εμείς θέλουμε, να πειραματιστούμε και να ανοίξουμε διάλογο και με ομάδες του εξωτερικού. Αναζητούσαμε και χώρους κι όλοι νοικιάζονταν με υπέρογκα ποσά. Βρήκαμε λοιπόν έναν μικρό χώρο, ένα παλιό μηχανουργείο στο Βοτανικό, το οποίο το νοικιάσαμε και το φτιάξαμε από μόνοι μας με υλικά απ’ την ανακύκλωση. Και στις παραστάσεις άλλωστε, όλα τα σκηνογραφικά γίνονται από υλικά που βρίσκουμε στους δρόμους στη γύρω περιοχή”.
“Προσπαθούμε όσο γίνεται να διατηρήσουμε αυτό το χώρο οικονομικά γιατί δεν γίνεται να πεις ότι βγάζεις λεφτά απ’ αυτό, απλά τον συντηρούμε. Τον προσφέρουμε με πολύ χαμηλό ενοίκιο και σε νέες ομάδες που δεν έχουν βήμα, για να παρουσιάσουν τη δουλειά τους, κάνουμε και φεστιβάλ για νέες ομάδες. Προσπαθούμε γενικά να είναι μια βάση έκφρασης για τους νέους καλλιτέχνες”.
“Έχουμε κάνει κατά καιρούς διάφορες εκθέσεις ζωγραφικής με πίνακες ανθρώπων που ήταν στη φυλακή, τώρα συζητάω μ’ έναν καλλιτέχνη για μια έκθεση φωτογραφίες σχετική με τα ψυχικά θέματα που μπορεί να ταιριάζει και με το έργο. Ο τζαζίστας Δημήτρης Βασιλάκης έχει κάνει κάποιες δουλειές μέσα στο χώρο και γενικά είμαστε ανοιχτοί και σε άλλα πράγματα”.
Ο Πατσίνο, ο Λάνθιμος κι ο Οικονομίδης
Εκτός από το θέατρο και την τηλεόραση, ο Βασίλης Μπισμπίκης έχει δοκιμάσει τις δυνάμεις του και στην μεγάλη οθόνη, στην οποία μάλιστα θα επιστρέψει πολύ σύντομα. Άλλωστε όλοι του οι παιδικοί ήρωες, ήταν πρωταγωνιστές του σινεμά.
“Στον κινηματογράφο έχω κάνει μια ταινία μεγάλου μήκους, την ‘Πόλη των Παιδιών” με τον Γκικαπέππα, είχε πάει εξαιρετικά καλά, είχε πάρει και βραβεία, ενώ έχω κάνει και κάποιες μικρού μήκους”.
“Είμαι δεμένος πολύ περισσότερο με το θέατρο, δεν υπάρχει σύγκριση. Ξεκίνησα απ’ το θέατρο, μετά από 5-6 χρόνια έκανα τηλεόραση για τα ‘Μυστικά της Εδέμ’ αφού πρώτα είχα κάνει πολλές δουλειές με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος”.
“Διδάσκω στην δραματική σχολή Τράγκα, είναι η σχολή που τελείωσα. Έχει ενδιαφέρον που έρχομαι αντιμέτωπος με εκκολαπτόμενους ηθοποιούς, νέα παιδιά που θέλουν να πετύχουν τους στόχους τους. Είμαι μαζί τους όχι ακριβώς σαν δάσκαλος αλλά περισσότερο σαν μαθητής. Κι εγώ άλλωστε δεν έχω καμιά ιδιαίτερη εμπειρία σε σχέση με τη διδασκαλία, απλά προσπαθώ να τους περάσω κάποιες εμπειρίες και μια πολύ συγκεκριμένη μέθοδο και να ανακαλύψουμε στον καθένα ξεχωριστά τη δική τους μέθοδο και λειτουργία”.
“Έχω σκεφτεί να παρακολουθήσω ένα καμπ στην Αμερική σχετικό με το Actor’s Studio, να αναπτύξω μια συγκεκριμένη τεχνική, να δω αν με παίρνει κιόλας να κάνω το κάτι παραπάνω. Σαν σκέψη υπάρχει, προς το παρόν δεν έχω πάρει την απόφαση να την υλοποιήσω”.
“Ο Αλ Πατσίνο μου άρεσε πάντα πάρα πολύ κι ο ‘Σημαδεμένος’ είχε καταφέρει όντως να με σημαδέψει. Την είδα 14 χρονών πρώτη φορά, από τότε την έχω δει αμέτρητες φορές, ήταν εκπληκτικός. Άλλες ταινίες που με εντυπωσίασαν όταν ήμουν μικρός ήταν το ‘Αποκάλυψη Τώρα’, η ‘Λάμψη’ και ‘Το Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι“.
“Από σκηνοθέτες μου αρέσουν πάρα πολύ ο Μάικ Νίκολς, ο Ταραντίνο, ο Σκορτσέζε και Έλληνες φυσικά, ο Γιάννης ο Οικονομίδης. Μ΄αρέσουν πολύ οι σκηνοθέτες που ασχολούνται με το περιθώριο’”.
“Έχω παρακολουθήσει Λάνθιμο και προφανώς ο άνθρωπος κάνει κάτι πολύ σημαντικό για να έχει φτάσει εκεί που έχει φτάσει, όμως δεν μπορώ να πω ότι με αγγίζει η συγκεκριμένη φόρμα. Είναι πάρα πολύ καλός προφανώς σ’ αυτό που κάνει, απλά εμένα δεν μου ταιριάζει σαν θεατής αυτή η αποστασιοποίηση, προτιμώ τον ρεαλισμό. Είναι φυσικά πολύ σημαντικός, απλά ο Οικονομίδης ας πούμε με αφορά πιο πολύ”.
“Θα κάνω αυτό το χρόνο κινηματογράφο, έχω κάποιες προτάσεις, θα κάνω τουλάχιστον μια ταινία, θέλω να μπω σ’ αυτό το χώρο σ’ αυτή τη φάση της ζωής μου, γουστάρω, αρκεί να με γουστάρουν κι αυτοί. Μοιάζει περισσότερο με το θέατρο σε σχέση με την τηλεόραση, είναι πιο εύκολο να χτίσεις έναν χαρακτήρα και να δοθείς. Ο ελληνικός κινηματογράφος περνάει μια πολύ καλή εποχή, μ’ αυτά τα λίγα χρήματα που υπάρχουν γίνονται καλές δουλειές”.
Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου