Η Ευφυής Γεωργία στην Κόρινθο για το επιτραπέζιο σταφύλι


γράφει ο Δρ. Βασίλης Πρωτονοτάριος,
υπευθ. Δικτύωσης
και Εξωστρέφειας NEUROPUBLIC
Το έργο Ευφυούς Γεωργίας, εκτός από την ελιά και το ξερό φασόλι, εφαρμόζεται και στην περίπτωση του επιτραπέζιου σταφυλιού. Συγκεκριμένα, η GAIA ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ συνεργάζεται με τον Αγροτικό Συνεταιρισμό Πήγασος «7 Grapes», ο οποίος ξεκίνησε με 7 παραγωγούς το 2010 και πλέον έχει ξεπεράσει τους 55, με αμπελώνες συνολικής έκτασης 1.200 στρεμμάτων στην Κορινθία, την Πέλλα και σε περιοχές της Θεσσαλίας, καθώς και ιδιόκτητη μονάδα τυποποίησης.
Ο συνεταιρισμός εξάγει σχεδόν το σύνολο της παραγωγής του, γεγονός που καθιστά την ποιότητα παράγοντα εξαιρετικής σημασίας, λόγω των αυστηρών κριτηρίων των αγορών του εξωτερικού και των συμβολαίων που καθορίζουν με ακρίβεια ποιοτικές παραμέτρους του προϊόντος.
Στόχος της πρώτης χρονιάς του έργου είναι η λεπτομερής καταγραφή του μικροκλίματος και του εδάφους της περιοχής, η παρατήρηση των καλλιεργητικών πρακτικών και η απόκριση των μοντέλων φυτοπροστασίας, λίπανσης και άρδευσης στις συγκεκριμένες συνθήκες.
 Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τοποθετήθηκαν έξι τηλεμετρικοί σταθμοί GAIAtron, μέτρησης ατμοσφαιρικών παραμέτρων, σε αντίστοιχο αριθμό αμπελώνων σε έξι διαφορετικές τοποθεσίες της Στιμάγκας και έναν αμπελώνα στην Κρύα Βρύση, καθώς και τηλεμετρικοί σταθμοί εδάφους σε αμπελώνες των δύο περιοχών.
Οι τηλεμετρικοί σταθμοί τοποθετήθηκαν έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η ακριβής καταγραφή των διαφοροποιήσεων του μικροκλίματος και η μελέτη της επίδρασής τους στην παραγωγή. Επιπλέον, επιστημονικοί συνεργάτες του έργου τοποθέτησαν σύστημα καταγραφής εδαφικών παραμέτρων για την χαρτογράφηση του ριζικού συστήματος των αμπελιών, με σκοπό την ακριβή καταγραφή των απαιτήσεών τους σε άρδευση.

Αρδευση

Η άρδευση επηρεάζει σημαντικά την παραγωγή σταφυλιού, ποιοτικά και ποσοτικά. Η φετινή καλλιεργητική περίοδος χαρακτηρίστηκε από δυσμενείς καιρικές συνθήκες για την καλλιέργεια του σταφυλιού, όπως ξηρασία καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, καύσωνα την περίοδο της ανθοφορίας και υψηλές ελάχιστες θερμοκρασίες τη νύχτα. Σε συνδυασμό με τη μειωμένη διαθεσιμότητα αρδευτικού νερού, αυτά οδήγησαν σε ποιοτική και ποσοτική υποβάθμιση της παραγωγής. Για τους παραπάνω λόγους δόθηκε μεγάλη έμφαση στην άρδευση.
 
Για την ακριβή καταγραφή των αναγκών των αμπελιών σε νερό έγινε μέτρηση με ειδικούς αισθητήρες της κατανομής του ριζικού συστήματος στο έδαφος και στη συνέχεια υπολογίστηκαν τα επίπεδα μέσης εδαφικής υγρασίας και το όριο κάτω από το οποίο το φυτό εμφανίζει συμπτώματα υδατικής καταπόνησης. Τα επίπεδα αυτά βρίσκονται στο 13% για την περιοχή της Στιμάγκας και στο 28% για την Κρύα Βρύση. Η διαφοροποίηση αυτή οφείλεται σε εδαφολογικούς και κλιματικούς παράγοντες, και στις διαφορετικές ανάγκες άρδευσης των διαφορετικών ποικιλιών που καλλιεργούνται στις δύο περιοχές.

Ακολούθησε προσαρμογή του μοντέλου διαχείρισης του υδατικού δυναμικού για τη συγκεκριμένη καλλιέργεια και υπολογίστηκε η βέλτιστη ποσότητα νερού που χρειάζεται το αμπέλι ανά πάσα στιγμή.

Συγκρίνοντας τα πραγματικά επίπεδα εδαφικής υγρασίας με το ποσοστό κάτω από το οποίο εμφανίζεται υδατική καταπόνηση, προκύπτει ότι στον αμπέλωνα της Στιμάγκας, τα αμπέλια λανθασμένα στρεσσάρονται υδατικά, σε περίοδο αυξημένων αναγκών σε νερό, με αρνητική επίδραση στην παραγωγή. Αντίθετα, στην περιοχή της Κρύας Βρύσης, υδατική καταπόνηση παρατηρείται σωστά μόνο την περίοδο ωρίμανσης των σταφυλιών, σύμφωνα με τις διεθνείς ορθές πρακτικές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο την αύξηση της παραγωγής, αλλά και βελτίωση των ποιοτικών χαρακτηριστικών της.

Τα αποτελέσματα αναδεικνύουν την ανάγκη εφαρμογής της άρδευσης με ακρίβεια ποσοτική και χρονική, κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την ακριβή καταγραφή της υδατικής κατάστασης του εδάφους και των φυτών, αλλά και της ποσότητας νερού άρδευσης που χορηγείται στα φυτά. Κατά τη δεύτερη χρονιά του έργου, θα προσαρμοστούν τα μοντέλα άρδευσης με σκοπό τη δυνατότητα παροχής συμβουλών άρδευσης που θα λαμβάνουν υπόψη τους δυσμενείς περιβαλλοντικές συνθήκες. Επίσης, θα επιλεγούν οι βέλτιστες προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση τέτοιων συνθηκών, έτσι ώστε να αποφευχθούν ή να μετριαστούν οι επιπτώσεις τους στην παραγωγή.

Θρέψη κσι λίπανση
Η φυτοπροστασία και η θρέψη είναι εξαιρετικής σπουδαιότητας ζητήματα, λόγω της επίδρασης που έχουν στην ποιότητα και το ύψος παραγωγής. Έχουν ήδη συσταθεί ομάδες εργασίας για τα συγκεκριμένα θέματα με τη συμμετοχή του συνεταιρισμού και των επιστημονικών συνεργατών. Τα αποτελέσματα θα παρουσιαστούν λεπτομερώς την ερχόμενη χρονιά.
Για την πρώτη χρονιά, όσον αφορά στη θρέψη, καταγράφηκε το πρόγραμμα λίπανσης που ακολουθούσαν οι παραγωγοί, τα σχετικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν και πραγματοποιήθηκαν εδαφολογικές αναλύσεις για την ακριβή καταγραφή της θρεπτικής κατάστασης του εδάφους. Οι αναλύσεις ανέδειξαν τον αλκαλικό χαρακτήρα του, όπως αυξημένο pH και επίπεδα CaCO3 που επηρεάζουν τη θρέψη. Ακολούθησε φυλλοδιαγνωστική για την εκτίμηση της θρεπτικής κατάστασης των φυτών και την απόκρισή τους στις εφαρμοζόμενες λιπάνσεις. Την επόμενη χρονιά, τα επιστημονικά μοντέλα συμβουλών λίπανσης, τα οποία τροφοδοτούνται από τα αποτελέσματα των εδαφολογικών αναλύσεων και της φυλλοδιαγνωστικής, λαμβάνοντας υπόψη και τα καταγεγραμμένα προβλήματα, θα διαμορφώσουν οδηγίες λίπανσης προσαρμοσμένες στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιοχής και τις αυξημένες απαιτήσεις της καλλιέργειας για παραγωγή ποιοτικών προϊόντων.
Όσον αφορά στη φυτοπροστασία, τον πρώτο χρόνο του έργου καταγράφηκαν οι κυριότεροι εχθροί και ασθένειες που εμφανίζονται στους αμπελώνες των δύο περιοχών, όπως η ευδεμίδα και ο ψευδόκοκκος καθώς και ο περονόσπορος, ο βοτρύτης και το ωίδιο, αντίστοιχα. Επίσης, καταγράφηκαν και μελετήθηκαν οι επικρατούσες μικροκλιματικές συνθήκες που ευνοούν την ανάπτυξή τους στις δυο περιοχές. Η καταγραφή των μικροκλιματικών συνθηκών σε συνδυασμό με την τοποθέτηση εντομοπαγίδων και τη χρήση αμπελώνων που δεν θα εφαρμοστούν ψεκασμοί (μάρτυρες), θα συμβάλλουν κατά τον δεύτερο χρόνο στην προσαρμογή των επιστημονικών μοντέλων για τους εχθρούς που παρατηρήθηκαν, με σκοπό την παροχή προειδοποιήσεων κατά τις περιόδους που υπάρχει αυξημένος κίνδυνος προσβολής. Οι μικροκλιματικές συνθήκες κάθε περιοχής διαφοροποιούν την εμφάνιση και την ένταση της προσβολής, όπως παρατηρήθηκε στην περίπτωση της ευδεμίδας και του περονόσπορου.

H επίδραση του εδάφους στην παραγωγή και τη μετασυλλεκτική συντήρηση

Συμπληρωματικά με το έργο Ευφυούς Γεωργίας της GAIA ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ, πραγματοποιήθηκε πείραμα σε αμπελώνα της περιοχής της Στιμάγκας στα πλαίσια της διδακτορικής διατριβής του Βαγγέλη Αναστασίου υπό την επίβλεψη του Επικ. Καθηγητή Σπύρου Φουντά, από το Εργ. Γεωργικής Μηχανολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Χαρακτηριστικό του αμπελώνα είναι η ύπαρξη δύο διαφορετικών τύπων εδάφους, αμμοαργιλοπηλώδες (Έδαφος Α) και αργιλοπηλώδες (Έδαφος Β). Σκοπός του πειράματος ήταν η μελέτη της επίδρασης της χωρικής παραλλακτικότητας στο παραγόμενο επιτραπέζιο σταφύλι αλλά και στην μετασυλλεκτική του διάρκεια στο ψυγείο.
Ο αμπελώνας χωρίστηκε σε 36 κελιά στα οποία πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις ανάπτυξης της καλλιέργειας (Σχήμα 1), όπως ευρωστία των φυτών, συντηρησιμότητα του παραγόμενου προϊόντος, βάρος και διάμετρος ράγας, παραγόμενη ποσότητα, ολικά σάκχαρα και ολική οξύτητα.
Το Έδαφος Β εμφάνισε υψηλότερη μέση παραγωγή από το Έδαφος Α και ελαφρώς υψηλότερες τιμές του δείκτη ευρωστίας κατά τον περκασμό και την συγκομιδή λόγω της υψηλότερης δυνατότητας συγκράτησης εδαφικής υγρασίας. Αντίθετα, το Έδαφος Α εμφάνισε ελαφρώς υψηλότερες μέσες τιμές στα ποιοτικά χαρακτηριστικά (διάμετρος ράγας, βάρος ράγας, συγκέντρωση σακχάρων) και το δείκτη συντηρησιμότητας σε σύγκριση με το Έδαφος Β (Πίνακας 1).
Σε δείγματα σταφυλιών από τους δύο τύπους εδαφών, πραγματοποιήθηκαν εργαστηριακές αναλύσεις που αφορούν την μετασυλλεκτική διαχείριση. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο διαφορετικός τύπος εδάφους ανάπτυξης των αμπελιών επηρεάζει την μετασυλλεκτική διάρκεια του επιτραπέζιου σταφυλιού στο ψυγείο. Έτσι, τα επιτραπέζια σταφύλια που μεγαλώνουν σε καλώς στραγγιζόμενα εδάφη (Έδαφος Α) έχουν μικρότερες απώλειες μάζας στα ψυγεία σε σχέση με αυτά που αναπτύσσονται σε βαριά εδάφη (Έδαφος Β) (Σχήμα 2).
Συμπερασματικά, η καταγραφή της χωρικής παραλλακτικότητας μπορεί να συνεισφέρει στη βελτιστοποίηση των εισροών στον αγρό και συνεπώς σε μεγαλύτερη παραγόμενη ποσότητα και καλύτερη ποιότητα παραγωγής. Επιπλέον, μπορεί να βελτιώσει τη μετασυλλεκτική συντήρηση του παραγόμενου προϊόντος για την επίτευξη καλύτερων τιμών πώλησης.
 Πηγή

Share on Google Plus
    Blogger ΣΧΟΛΙΑ
    Facebook ΣΧΟΛΙΑ

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου