Παραμονή Χριστουγέννων. Ξύπνημα από τις έξι. Ντυνόμασταν ζεστά, φοράγαμε τα σκουφάκια που μας είχε πλέξει η μάνα μας με τεράστιες φούντες στην κορυφή και αφού πίναμε γρήγορα γρήγορα το Νουνού φεύγαμε για τα κάλαντα. Θέλαμε να είμαστε από τις πρώτες που θα χτύπαγαν το κουδούνι. Ναι, κινδυνεύαμε να μην μας ανοίξουν πρωί πρωί, όμως αν, θα ήμασταν εμείς που θα κάναμε το ποδαρικό και θα περνάμε επαξίως τον καλύτερο μπουναμά. Συνήθως, η εμπειρία μας είχε δείξει δηλαδή, ότι όλοι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, άνοιγαν διάπλατα την πόρτα τους για να «τα πούμε».
Τότε, δεν υπήρχε φόβος. Οι πόρτες ήταν ξεκλείδωτες και όλοι σε καλωσόριζαν στο σπιτικό τους. Η υποδοχή ήταν ίδια σε όλα τα παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα. Μας έβαζαν στο σαλόνι τους, έτσι για το καλό. Για να ακουστούν οι παιδικές φωνούλες και να πλημμυρίσουν οι τοίχοι από χαρά. Αυτή η χαρά θα συνόδευε την καινούργια χρόνια και θα κράταγε μέχρι τον επόμενο χρόνο που πάλι θα χτύπαγε το κουδούνι και κάποια παιδιά θα έλεγαν τα κάλαντα με τον δικό τους τρόπο.
Δεν φοβόμασταν να περπατήσουμε ακόμα και σε άγνωστες γειτονιές για «να τα πούμε». Ο κόσμος πιο ευγενής, τα αυτοκίνητα λιγότερα και οι οδηγοί πιο συνετοί. Εξάλλου ήταν τόσο πρωί που σπάνια συναντούσες αυτοκίνητο. Παραμονές Χριστουγέννων σήμαινε όχι μόνο κάλαντα για τα παιδιά αλλά και για τους μεγάλους. Άκουγα τον πατέρα μου που έλεγε στην μητέρα μου «κάνε ψιλά. Αύριο θα έρθουν τα παιδιά για τα κάλαντα». Η μητέρα επίσης φρόντιζε και για τα γλυκά. Συνήθως σοκολατάκια για κέρασμα. Σε ποιο παιδί δεν άρεσε η σοκολάτα; Έτσι όλα τα σπίτια έκαναν τις απαραίτητες ετοιμασίες για να υποδεχτούν τα κάλαντα. Ψιλά και σοκολατάκια, καμιά φορά κουραμπιέδες και μελομακάρονα, οι πιο κλασικές νοικοκυρές που δεν έσπαγαν την παράδοση.
Σπανίως κάποιος δεν άνοιγε την πόρτα του. Σαν παιδιά που ήμασταν, χτυπάγαμε το κουδούνι και μετά περιμέναμε. Αν άνοιγε η πόρτα, καλώς. Αν αργούσε να ανοίξει, περιμέναμε σιωπηλά, σχεδόν δεν αναπνέαμε και κολλούσαμε το αυτί μας στην πόρτα. Να ακούσουμε αν ήταν κάποιος μέσα και έκανε το κορόιδο. Ναι, ήταν σεσημασμένοι οι γρουσούζηδες που δεν άνοιγαν. Τους ξέραμε, αλλά κάθε χρόνο ήμασταν εκεί. Έτσι για την αλητεία της εποχής.
Τότε, τα χρήματα που μαζεύαμε ήταν πολλά για την εποχή. Αλλά δεν μας ένοιαζε αυτό. Πηγαίναμε έξω για τα κάλαντα για να ζήσουμε την περιπέτεια. Γιατί ήταν έθιμο και έτσι μας είχαν μάθει οι γονείς μας, που τους είχαν μάθει οι γονείς τους. Ήταν από τις λίγες φορές που μας άφηναν οι γονείς μας να βολτάρουμε μόνες μας. Το λεγόμενο χαρτζιλίκι που συγκεντρώναμε από τα κάλαντα, συνήθως το εξαργυρώναμε σε δώρα για τους δικούς μας ανθρώπους. Για την οικογένεια μας. Βλέπετε, τότε δεν υπήρχε mall, ούτε Zara, ούτε iPhone, ούτε tablet.
Όταν τελείωνε η γύρα και επιστρέφαμε στο σπίτι, δεν σταματάγαμε να μιλάμε για την περιπέτεια. Ποιος μας άνοιξε, ποιος δεν μας άνοιξε, γνωστό αυτό, τι μας κέρασαν, πόσα μας έδωσε ο κολλητός του πατέρα μας. Κάθε χρόνο η μητέρα μου μας έκανε την ίδια ερώτηση, «δεν πιστεύω να χτυπάγατε πολλές φορές το κουδούνι και με μανία όταν δεν σας άνοιγαν;» Και κάθε χρόνο έπαιρνε την ίδια απάντηση,»Οοοχιιι». Εμείς αυτόματα κοιτάγαμε το δάκτυλο μας, τον δείκτη, που είχε γουβιάσει από την πίεση στο μπουτόν του κουδουνιού και κρυφογελάγαμε. Εννοείται, ότι κάποιοι θείοι μας που έρχονταν το μεσημέρι στο σπίτι μας για χρόνια πολλά, έλεγαν ποσό επίμονα χτυπούσαμε το κουδούνι. Και το έλεγαν κάπως ενοχλημένοι, τι κάπως δηλαδή, πολύ, αλλά εμείς είχαμε περάσει τόσο καλά που η παρατήρηση, παύλα, ευγενική επίπληξη μας άφηνε παγερά αδιάφορες.
Τότε που πηγαίναμε για τα κάλαντα δεν υπήρχε ο φόβος να μας ληστέψουν στον δρόμο. Περπατάγαμε και νιώθαμε ασφάλεια. Τώρα, τα λιγοστά παιδιά που βγαίνουν την παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς συνοδεύονται από κάποιον ενήλικα. Συνήθως οι μαμάδες αναλαμβάνουν τον ρόλο του σεκιουριτά. Οι περισσότερες πόρτες μένουν κλειστές. Δεν ανοίγουν στο χτύπημα του κουδουνιού. Κάποιοι κοιμούνται, κάποιοι βαριούνται, κάποιοι κάνουν πως δεν ακούνε. Κάποιοι δεν έχουν χρήματα να φιλέψουν τα παιδιά.
«Φέτος θα πούμε τα κάλαντα μεταξύ μας» είπα στην κόρη μου. Και όταν με ρώτησε γιατί, της απάντησα ότι δεν πρέπει να φέρνουμε τους ανθρώπους σε δύσκολη θέση. Έχω ήδη βγάλει από το ντουλάπι το τρίγωνο, με τρίγωνο τα λέγαμε και μεις, το έτριψα λίγο να γυαλίσει, γυαλίζοντας το τότε… Θυμήθηκα, χαμογέλασα…
Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου