Μείωση 12% στην αγορά τροφίμων


Του Δημήτρη Μαρκόπουλου
Από τη μία η κυβέρνηση προσπαθεί σε επικοινωνιακό επίπεδο να παρουσιάσει ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα όσον αφορά στην αύξηση των φόρων και ιδιαίτερα του ΦΠΑ σε βασικά καταναλωτικά είδη και ότι η οικονομία έχει περάσει σε φάση κανονικότητας και από την άλλη τα νούμερα παρουσιάζονται εντελώς… ξεροκέφαλα.
Για την ακρίβεια, όλες οι τελευταίες αναλύσεις αποδεικνύουν ότι σειρά κλάδων με εξέχουσα σημασία για την αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας όχι απλώς χάνουν δυνάμεις, καθώς οι τζίροι μειώνονται για πρώτη φορά στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, αλλά κυριολεκτικά καταποντίζονται. Το «business stories» καταγράφει σήμερα τις απώλειες σε μια σειρά ζωτικών για τη βιωσιμότητα της οικονομίας αλλά και τη διατήρηση της εργασίας αγορών. Απώλειες που, κυρίως, βασίζονται στις αυξήσεις του ΦΠΑ και των φόρων που επιβλήθηκαν.

Καταποντισμός στα σούπερ μάρκετ
Αν ένας κλάδος αποτελεί το βαρόμετρο της ευμάρειας, αυτός δεν είναι άλλος από αυτόν των σούπερ μάρκετ. Μπορεί ο Ελληνας να περιέκοψε στη διάρκεια της εξαετούς κρίσης ό,τι μπορούσε από παντού, όμως το ότι θα έφταναν αυτές οι περικοπές μέχρι και στο πιάτο ή την καθημερινότητά του δεν το περίμενε καθόλου. Οπως κατέδειξε έρευνα, λοιπόν, της ιδιαίτερα έγκυρης πολυεθνικής εταιρείας μετρήσεων και αναλύσεων IRI στα ράφια των σούπερ μάρκετ και των αλυσίδων λιανικής εν γένει, οι απώλειες εσόδων στα σούπερ μάρκετ το επτάμηνο Ιανουαρίου-Ιουλίου διαμορφώθηκαν στο 8%, με ακόμα μεγαλύτερη υποχώρηση να καταγράφεται σε επίπεδο όγκου πωλήσεων, η οποία αγγίζει το 12% συγκριτικά με το ίδιο διάστημα πέρυσι. Πρόκειται για πρωτοφανή ποσοστά για τη χώρα μας και τη μέχρι πρότινος καταναλωτική μας συμπεριφορά, τα οποία αποδεικνύουν αυτό που πολλοί οικονομολόγοι ανέφεραν από πέρυσι ήδη. Οτι δηλαδή η τελική επίδραση των κεφαλαιακών ελέγχων στις τράπεζες δεν θα έχει τόσο άμεσο αντίκτυπο, αλλά θα φανεί με χρονοκαθυστέρηση.
Ταλαιπωρημένοι οι Ελληνες, φέτος, κατανόησαν ότι οι έλεγχοι κεφαλαίων τους και η έλλειψη ρευστού τούς οδηγούν σε συρρίκνωση των αγορών, με λίγα λόγια σε αυτό που το λιανεμπόριο ονομάζει «μικρότερο καλάθι», ενώ ακόμα και αυτή τη στιγμή η χρεωστική κάρτα αν και έγινε συνήθεια, αντιμετωπίζεται με περίσκεψη, μια που δεν υπάρχει άμεσος και απόλυτος έλεγχος των καθημερινών αγορών. Σημαντικό ρόλο στην κατακρήμνιση των πωλήσεων και όγκων στον κλάδο των σούπερ μάρκετ έχει παίξει φυσικά και η υπόθεση της αλυσίδας Μαρινόπουλος, η οποία κάθε άλλο παρά μια τυχαία λιανεμπορική δύναμη ήταν. Ως η πρώτη σε τζίρους επιχείρηση, η πτώση της ιστορικής εταιρείας δημιούργησε κραδασμούς, καθώς χάθηκαν περί τα 1.000 σημεία πώλησης, όγκος δύναμης δηλαδή ανάλογος με το 1/10 του συνόλου των σούπερ μάρκετ της χώρας. Παράλληλα, το πρόβλημα σε μια τέτοια αλυσίδα πέρασε ως έναν βαθμό και στην υπόλοιπη αγορά, καθώς η δυναμική μιας τέτοιας εξέλιξης δημιουργεί εύλογες απορίες για το πού πηγαίνει συνολικά η χώρα. Κοινώς, οι πελάτες κλονίζονται και ανησυχούν. Στα θετικά της όλης υπόθεσης καταγράφεται το γεγονός ότι μεγάλες δυνάμεις του κλάδου, όπως οι My market - ΜΕΤΡΟ, Σκλαβενίτης, ΑΒ Βασιλόπουλος και άλλες επιχειρήσεις, παρέμειναν όρθιες στηρίζοντας τον καταναλωτή, όμως και πάλι το πρόβλημα παραμένει μεγάλο.

Χαμός σε όλες τις κατηγορίες
Σύμφωνα πάντα με τα ίδια στοιχεία, όλες οι κατηγορίες προϊόντων παρουσίασαν κάμψη. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι από τις έντεκα βασικές κατηγορίες καταναλωτικών αγαθών που εξετάζει n IRI, τη μεγαλύτερη πτώση καταγράφει αυτή των γαλακτοκομικών, η οποία υποχωρεί κατά 12% σε αξία και κατά 13,6% σε όγκο. Τα συγκεκριμένα ποσοστά δημιουργούν αίσθηση, καθώς η εν λόγω διατροφική κατηγορία αποτελεί βαρόμετρο ευμάρειας. Είναι πολύ σπάνιο το φαινόμενο, δηλαδή σε ανεπτυγμένη χώρα του δυτικού κόσμου να μειώνεται η κατανάλωση γάλακτος και αυτό λόγω της φορολόγησης που επικρατεί. Ηδη μεγάλες βιομηχανίες όπως η ΔΕΛΤΑ του ομίλου Vivatria, η Ολυμπος της οικογένειας Σαράντη, οι μικρές τοπικές μονάδες που σημείωσαν άνθηση στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά και άλλες, ψάχνουν να βρουν τρόπους αντίδρασης. Ομως, κακά τα ψέματα, το πρόβλημα υπάρχει. Ολοι γνωρίζουν τις εξελίξεις ως προς τις μετοχικές σχέσεις του ομίλου ΜΕΒΓΑΛ, ο οποίος πλέον πέρασε σε νέα κατάσταση, ή τη φυγή της ΦΑΓΕ προς το εξωτερικό λόγω των μεγάλων φορολογικών της επιβαρύνσεων. Το ίδιο συνέβη και με την πολυεθνική Arla, η οποία μετέφερε τις δραστηριότητες και τη διοίκησή της στη φιλόξενη φορολογικά Ρουμανία, ενώ και η Friesland Campina, αν και παραμένει επενδυτικά στην Ελλάδα με εργοστάσιο μάλιστα στην Πάτρα, προβληματίζεται.
Ο κλάδος των γαλακτοκομικών ειδών είναι ξεκάθαρο πλέον ότι έχει περάσει σε άλλη φάση και ενδεχόμενες νέες πιέσεις θα δημιουργήσουν περαιτέρω φυγή και κινητικότητα. Βέβαια για την όλη κατάσταση ευθύνες επιρρίπτονται και στους κτηνοτρόφους, οι οποίοι πολλές φορές με τη στάση τους έχουν μπλοκάρει αρκετές μεταρρυθμίσεις, όπως αυτή της κυβέρνησης Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ που θα ελάφρυνε το κόστος των προϊόντων. Σημαντική πτώση 9,4% σε αξία και 13,5% σε όγκο καταγράφεται και στα τυποποιημένα μακράς κυρίως διάρκειας τρόφιμα, όπως τα ζυμαρικά, τα όσπρια και οι κονσέρβες, τα οποία μέχρι και πέρυσι είχαν αυξητική πορεία.
Η ελληνική οικογένεια, υπό την πίεση των καταστάσεων, έχει περιορίσει αισθητά τις αγορές σε βασικά είδη της καθημερινότητας αποδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο ότι ακόμα και σ’ εκείνα με χαμηλή τιμή περικόπτει όσα και ό,τι μπορεί. Αν δηλαδή βλέπουμε μείωση στα ζυμαρικά, τα οποία ανέκαθεν αποτελούσαν μια λύση ανάγκης με χαμηλό κόστος, ή στο ρύζι, στις φακές και τα φασόλια, εύκολα κατανοούμε το μέγεθος της πίεσης που έφερε η αύξηση των φόρων στα συγκεκριμένα προϊόντα.
Ηδη επιχειρήσεις όπως η Barilla, η Μίσκο και άλλες αναζητούν τρόπους να φέρουν πίσω τους καταναλωτές, οι οποίοι αναζητούν μόνο προσφορές. Οι οποίες, όμως, τραυματίζουν τις υγιείς βιομηχανίες, δημιουργώντας προβλήματα που θα φανούν αργότερα. Αντίστοιχα και στα κατεψυγμένα τρόφιμα οι πωλήσεις υποχώρησαν κατά 8,3% σε αξία και 13,3% σε όγκο. Το χειρότερο διάστημα της πτώσης φαίνεται ότι υπήρξε αυτό της άνοιξης και των αρχών του καλοκαιριού όπου που καταγράφηκαν τα υψηλότερα ποσοστά μείωσης, της τάξης του 14%-14,5%.
Τον Ιούλιο οι απώλειες εσόδων ήταν στο 2,9%. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, φαίνεται να χάνουν σημαντικό μερίδιο από την αγορά. Σύμφωνα με τα στοιχεία της IRI, κατά το εξεταζόμενο διάστημα το μερίδιο των PL προϊόντων εμφανίζει απώλειες 18% έναντι του 2015 και διαμορφώνεται στο 16,6%. Ολες οι παραπάνω απώλειες σε όγκους και αξία, πάντως, αναμένεται να έχουν και άλλη επίδραση. Αντίκτυπο στην αγορά εργασίας, καθώς η παγιωμένα αρνητική εικόνα της αγοράς δημιουργεί προβλήματα και στην απασχόληση. Πολλές είναι οι βιομηχανίες που μελετούν τρόπους αντίδρασης και μείωσης του κόστους. Ηδη η Μαρινόπουλος αποτέλεσε ένα πρώτο θύμα αυτής της συγκυρίας. Πηγές όμως αναφέρονται σε κύμα εξόδου από εταιρείες που δεν αντέχουν άλλο τις μειώσεις αυτές στις πωλήσεις τους.

Αν και οι φορείς προειδοποιούσαν, η κυβέρνηση κώφευσε
Οπως θα θυμούνται οι περισσότεροι, ήδη από τις αρχές της τρέχουσας χρονιάς οι φορείς της αγοράς προειδοποιούσαν με ένταση την κυβέρνηση και το υπουργείο Οικονομικών ότι οι αυξήσεις στον ΦΠΑ που επέλεξαν να επιβάλουν, προκειμένου να μη στραφούν στην άλλη εναλλακτική των περικοπών στο Δημόσιο, θα κόστιζαν και ως εκ τούτου οι καταναλωτές θα ήταν αδύνατο να αντέξουν κι άλλη επιβάρυνση. Μάλιστα η αρχική εκτίμηση ότι η συνολική επιβάρυνση των καταναλωτών θα έφτανε στα 103 εκατ. ευρώ μόνο από την αύξηση των τιμών στα είδη σούπερ μάρκετ (είδη παντοπωλείου), λόγω της αύξησης των συντελεστών ΦΠΑ από 23% σε 24%, μάλλον ήταν αισιόδοξη καθώς, όπως φάνηκε, οι απώλειες ήταν μεγαλύτερες.
Το χειρότερο όλων όμως ίσως είναι ότι και οι καταναλωτές κλήθηκαν και εξακολουθούν να πληρώνουν περισσότερα, με την επιβάρυνση να είναι ακόμη μεγαλύτερη εκ των πραγμάτων για τα φτωχά νοικοκυριά, με το κράτος, όπως αναμένεται, τελικά να εισπράττει λιγότερα. Κι αυτό διότι οι τζίροι έπεσαν δραματικά.
Ηδη μελέτη του Ινστιτούτου Ερευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) τον Απρίλιο ανέφερε ότι ο αντίστοιχος ΦΠΑ προς είσπραξη το 2016 αναμένεται, λόγω της συρρίκνωσης της κατανάλωσης, να είναι μειωμένος κατά 55 εκατ. ευρώ το 2016 σε σύγκριση με το 2015, ενώ το 2017 τα έσοδα θα είναι μειωμένα κατά 5 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το 2015.
Ωστόσο, μάλλον και αυτά τα νούμερα θα είναι ακόμα πιο αυξημένα, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να πρέπει να ψάξει να βρει άλλες μεθόδους. Βέβαια σε όλα τα παραπάνω, και μάλιστα προ των αυξήσεων στον ΦΠΑ, κυβερνητικά στελέχη έβλεπαν προσπάθεια «προπαγάνδας» και χειραγώγησης της κοινής γνώμης. Να, όμως, που η πραγματικότητα -για μία ακόμη φορά- τους διέψευσε.
Share on Google Plus
    Blogger ΣΧΟΛΙΑ
    Facebook ΣΧΟΛΙΑ

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου