Κολωνάκι Σημαίνει Πριγκίπισσες, Αλήτες, Παραγοντισμός και Ματαιοδοξία


Εδώ όπου τα μέλη του ΠΑΣΟΚ, λίγο πριν από τις εκλογές του ’81, έκαναν πορεία σε στιλ «ερχόμαστε».
Όλα αυτά, συνέβησαν το 1894: «Την πρώτη Σεπτεμβρίου μετακομίσαμε στο νέο σπίτι. Ανήκε σε έναν έμπορο ξυλείας, που αναγκάστηκε να μας νοικιάσει το μισό, επειδή οι δουλειές του δεν πήγαιναν καλά. Ήταν στο τέλος της οδού Κανάρη και είχε δύο φάτσες, μία προς την πλατεία της Φιλικής Εταιρείας και την άλλη στην Κανάρη [...] Η γειτονιά ήταν ευάερη και από τότε το Κολωνάκι εθεωρείτο η πιο υγιεινή και αριστοκρατική συνοικία, μολονότι κανένα επίσημο πρόσωπο δεν καθόταν (εκεί). Τα σπίτια του ήταν παλιά και οι δρόμοι του δεν ήταν από τους καλύτερους της Αθήνας, με τις λακκούβες τους, τη σκόνη τους, που όταν έβρεχε γινόταν λάσπη, τα αίματα του απέναντι χασάπικου του Κανδρή που χύνονταν στο ρείθρο της οδού Κανάρη κάθε βράδυ που έσφαζαν τα ζώα».

«Στις αρχές του 20ού αιώνα, πρόβατα και κατσίκια έβοσκαν στην περιοχή της Πλατείας Δεξαμενής και πάνω από το νοσοκομείο ΝΙΜΤΣ»

Η παραπάνω αφήγηση ανήκει στον επτανήσιο ναύαρχο Γιάννο Γιαννικώστα, που το 1894, σε ηλικία 14 ετών, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Κολωνάκι, μετά από τη μετάθεση του στρατιωτικού πατέρα του στην Αθήνα. Αργότερα, ο ναύαρχος αποτύπωσε στο χαρτί τις εντυπώσεις που του άφησε η αθηναϊκή συνοικία, όταν ήταν παιδί, τις οποίες σήμερα διατηρεί ανέκδοτες ο εγγονός του, Στέφανος Ζάννος, ένας από τους παλαιότερους Κολωνακιώτες της εποχής μας.

Από τα πρόβατα στα αστικά αρχοντικά

Το Κολωνάκι είναι μια τρύπα στον αθηναϊκό χάρτη. Είναι τόσο δίπλα στα Εξάρχεια, που δεν μπορούσε να διαφέρει περισσότερο. Είναι μια περιοχή παραδοσιακά αστική, συνδεδεμένη με τα σταρεότυπα και τις καρικατούρες του πλούτου, όπως και με τη διανόηση. Δεν είχαν όμως πάντα φινετσάτο χαρακτήρα. «Στις αρχές του 20ού αιώνα, πρόβατα και κατσίκια έβοσκαν στην περιοχή της πλατείας Δεξαμενής και πάνω από το νοσοκομείο ΝΙΜΤΣ», λέει στο VICE ο Στέφανος Ζάννος. «Στα 1900, η Πλατεία Κολωνακίου και τα γύρω στενά ήταν χωματόδρομοι. Τον χειμώνα, τα νερά της βροχής έφτιαχναν ποταμάκια που έκαναν τους δρόμους αδιάβατους, ενώ το καλοκαίρι ο αέρας έπνιγε τους Κολωνακιώτες στη σκόνη. Εκείνα τα χρόνια, πολλοί καταστηματάρχες έριχναν τα νερά από τα μαγαζιά τους στους δρόμους, κάτι που έδινε στην περιοχή μια δυσάρεστη μυρωδιά κρασιού και άλλων ποτών».

Ο δημοσιογράφος Νίκος Βατόπουλος λέει στο VICE πώς ξεκίνησε να διαμορφώνεται το Κολωνάκι στα τέλη του 19ου αιώνα: «Πρόκειται για σχετικά νέα συνοικία, που αναπτύχθηκε κυρίως μετά το 1890. Ήταν μέρος των διαρκών επεκτάσεων της νέας πόλης, πέρα από την πλατεία Συντάγματος. Τα ανάκτορα, δηλαδή η σημερινή βουλή, ήταν ο πυρήνας συσπείρωσης της αστικής τάξης. Αρχικά, αναπτύχθηκαν οι λεωφόροι Αμαλίας, Βασιλίσσης Σοφίας, Ακαδημίας και Πανεπιστημίου, που απέκτησαν τα πρώτα μεγάλα αστικά μέγαρα, τύπου petit palais ή απλώς αστικά αρχοντικά. Η συνοικία ξεκίνησε να γεμίζει από τον κορεσμό των οικοπέδων της Βασιλίσσης Σοφίας και της Ακαδημίας. Όσο πιο κοντά στις λεωφόρους αυτές, τόσο πιο πυκνή ήταν η δόμηση. Όσο πιο μακριά, δηλαδή προς τον Λυκαβηττό, τόσο πιο αραιή και σχεδόν βουκολική η κατάσταση».
Βοσκός με το κοπάδι του στην οδό Πινδάρου στο Κολωνάκι. Η φωτογραφία προέρχεται από τα μέσα της δεκαετίας του 1920.

Την ίδια εποχή, Αθηναίοι αστοί που έμεναν στις κεντρικές λεωφόρους της Αθήνας έχτιζαν μικρά και φτωχά σπίτια στη γύρω περιοχή, όπου έμεναν οι αμαξάδες, οι κηπουροί και όλοι όσοι εργάζονταν στα νεοκλασικά των πλούσιων αθηναϊκών οικογενειών. Κάποια από αυτά τα φτωχόσπιτα -που είχαν κοινή αυλή και κοινόχρηστη τουαλέτα- χτίζονταν στις παρυφές του Κολωνακίου.
Άποψη της οδού Σκουφά από την Πλατεία Κολωνακίου.

Τα βουτυρόπαιδα

Κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα και ιδιαίτερα στον Μεσοπόλεμο, οι προπολεμικές και μοντέρνες για την εποχή πολυκατοικίες του Κολωνακίου συνυπάρχουν με τα μικρά σπίτια και τα νεοκλασικά. «Αυτό το μείγμα κτιρίων υπήρχε και μεταπολεμικά, όταν ξεκίνησα να τριγυρνάω πιτσιρικάς στους δρόμους της συνοικίας», λέει ο κύριος Ζάννος, που τότε έμενε σε μία πολυκατοικία, στη συμβολή της Πλουτάρχου με την Πατριάρχου Ιωακείμ, δρόμο στον οποίο συχνά συναντούσε και με συστολή χαιρετούσε την Αλίκη, που τότε ήταν μοναχή και αργότερα θα γινόταν μητέρα του Φιλίππου της Αγγλίας. «Οι πιτσιρικάδες που έμεναν στα φτωχόσπιτα αποκαλούσαν εμάς, τα παιδιά των αστικών οικογενειών, “βουτυρόπαιδα”. Αν και ανήκα σε μια κλασική αστική οικογένεια της εποχής, δεν αισθανόμουν στραγγαλισμένος από μια σνομπ αντίληψη. Κάθε απόγευμα, μετά το σχολείο, κατεβαίναμε και παίζαμε όλοι μαζί, φτωχοί και πλούσιοι. Άλλωστε, αυτές οι διαφορές είχαν σε έναν βαθμό αμβλυνθεί από την Κατοχή, που κατέστρεψε οικονομικά πολλές αστικές οικογένειες του Κολωνακίου. Θυμάμαι ακόμη να τρέχουμε στις χωμάτινες Ξενοκράτους και Δεινοκράτους. Η Πλουτάρχου ήταν μισή χωμάτινη και μισή καλντερίμι, στρωμένη με πέτρα. Όταν έκανε κατακλυσμό, η Πατριάρχου Ιωακείμ γέμιζε με χώματα και κοτρόνες που κατέβαιναν από τον Λυκαβηττό. Τα αυτοκίνητα σπάνιζαν και στο Κολωνάκι, υπήρχαν μόλις τέσσερα, ανάμεσα στα οποία και η Cadillac του Παπάγου».
«Το Κολωνάκι σίγουρα αποτελεί και αποτέλεσε πεδίο παρασκηνιακών και προσκηνιακών ζυμώσεων, ως σημείο όπου περιτριγυρίζεται από κτίρια-σύμβολα εξουσίας και δημοκρατίας, από πρεσβείες, προξενεία και σπίτια δυνατών παιχτών» - Δημήτρης Μανιάτης, δημοσιογράφος.

Τα στέκια

Σημαντικά στέκια στο Κολωνάκι έχουν υπάρξει τα καφενεία Βυζάντιο, Ελλάς, καθώς και το καφενεδάκι της Δεξαμενής, στα οποία σύχναζε διαχρονικά η αφρόκρεμα της ελληνικής διανόησης και των τεχνών, όπως ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Κώστας Βάρναλης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Μίνως Αργυράκης, ο Αλέξης Ακριθάκης και ο Παναγιώτης Τέτσης. «Αυτά τα μαγαζιά ήταν για εμάς πανεπιστήμιο. Όταν ήμασταν νέοι, πηγαίναμε και καθόμασταν στα διπλανά τραπέζια, για να ακούσουμε ιστορίες από αυτούς τους ανθρώπους και να μάθουμε τον κόσμο», λέει ο κ. Ζάννος.

Ο αστικός μύθος λέει ότι μέλη του ΠΑΣΟΚ, λίγο πριν από τις εκλογές του ’81, έκαναν πορεία σε δρόμους του Κολωνακίου -σε στιλ «ερχόμαστε»-, για να πικάρουν τους Κολωνακιώτες.

Παρά την αίγλη του, «το Κολωνάκι διατήρησε τον χαρακτήρα γειτονιάς, περίπου μέχρι τη δεκαετία του ’70», λέει ο κ. Βατόπουλος. «Δεν ήταν υπερτοπικό σημείο προσέλκυσης κόσμου. Αυτό το βλέπει κανείς μέχρι σε ορισμένα σημεία, όπως τις οδούς Αλωπεκής, Καρνεάδου, Λουκιανού, Πλουτάρχου και Ξενοκράτους. Μέχρι τότε, υπήρχε μια οργάνωση με τα μικροκαταστήματα εξυπηρέτησης των κατοίκων, ανάμεσα στα οποία ήταν τα μπακάλικα, τα καθαριστήρια, οι φούρνοι και τα ηλεκτρολογεία». Η εικόνα άλλαξε σταδιακά από τη δεκαετία του ’50 και η κοσμική κίνηση στο Κολωνάκι απογειώθηκε από τη Μεταπολίτευση και μετά, αυτό ωστόσο δεν του στέρησε την αστική του διάσταση. Μάλιστα, ο αστικός μύθος λέει ότι μέλη του ΠΑΣΟΚ, λίγο πριν από τις εκλογές του ’81 έκαναν πικετοφορία σε δρόμους του Κολωνακίου -σε στιλ «ερχόμαστε»-, για να πικάρουν τους Κολωνακιώτες, οι οποίοι έκλειναν τις πόρτες και τα παράθυρά τους στο άκουσμά τους.
Λεπτομέρεια από το ιστορικό κτήριο Δοξιάδη στο Κολωνάκι.

Η αστικότητα που παλεύει την κρίση
Για το Κολωνάκι μίλησα με τη δημοσιογράφο και συγγραφέα Ξένια Κουναλάκη, η οποία μου είπε πως ένας έρωτας στα 25 της, την έκανε να μετακομίσει στο ρετιρέ της Σκουφά 29. Από τότε, δεν άφησε ποτέ τη συνοικία. «Η πιο ωραία εικόνα από αυτήν την περίοδο ήταν μια Πρωτοχρονιά, μπροστά σε ένα τεράστιο παράθυρο να βλέπω με τον αγαπημένο μου τα βεγγαλικά, με φόντο την Ακρόπολη και να τρώω μια υπερμεγέθη σαλάτα. Το σκέφτομαι σαν το προσωπικό μου ασπρόμαυρο Μανχάταν. Αν έβαζα μουσική στο κολωνακιώτικο μονοπλάνο μου, θα ήταν η “Γαλάζια Ραψωδία” του George Gershwin», μου λέει.

Ρωτάω την Ξένια Κουναλάκη τι είναι αυτό που διατηρεί την αστικότητα στο Κολωνάκι. «Το σπίτι του Ελύτη, το καφενείο του Παπαδιαμάντη και του Βάρναλη στη Δεξαμενή, τα στέκια του Μόραλη με πάγια κατάληξη τη Γκαλερί Ζουμπουλάκη. Στο Κολωνάκι πίνει καφέ στο διπλανό τραπέζι ο Λάνθιμος με την Ariane Labed και τον Ευθύμη Φιλίππου, περνάει με τη μηχανή ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης και ξενυχτάει ο Πέτρος Κωστόπουλος, λίγα μέτρα από εκεί που υπήρχε το γκράφιτι «Κουράγιο Πετράν». Νωρίς το πρωί, έχω πετύχει τον Γιώργο Παπανδρέου. Ο Κώστας Σημίτης κατηφορίζει συχνά μόνος την Ηροδότου. Στο Φίλιον έχει γραφτεί η πρόσφατη ιστορία της κεντροαριστεράς, από τον Κώστα Λαλιώτη, στον Νίκο Φίλη. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης φωτογραφήθηκε στο Da Capo. Αυτό που κυρίως με χαροποίησε είναι ότι πριν από λίγες μέρες είδα τον Ηλία Κασιδιάρη βιαστικό, επειδή ήταν σαφές πως είναι ανεπιθύμητο πρόσωπο στη γειτονιά».

Στο Κολωνάκι κάποτε συμμορίες μαζεύονταν στη Δεξαμενή, για να παίξουν ξύλο, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Νίκος Αλέφαντος.

Παρόλα αυτά, η συνοικία δεν έμεινε ανεπηρέαστη από την κρίση, ούτε ζει τις παλιές δόξες της. «Κάποια στιγμή το Κολωνάκι είχε ξεκινήσει να γίνεται πολύ καταθλιπτικό, ειδικά τα πρώτα χρόνια της κρίσης. Κλειστά μαγαζιά, σπασμένα τζάμια, εξυπνακίστικα συνθήματα -“Ξύπνα, έχεις να ταΐσεις τις τράπεζες”-, νέκρα τα βράδια, λίγο Mad Max φάση. Τώρα, παρατηρώ την αντίστροφη τάση. Επιστροφή του νεοπλουτισμού, πούρα το πρωί στα καφενεία, κατάληψη των πεζοδρομίων από τραπεζοκαθίσματα, μαυροντυμένοι μπράβοι, σκυλάδικα αργά το βράδυ ή νωρίς τα ξημερώματα. Αυτό που κατά τη γνώμη μου λείπει, είναι ένα μικρό, υπόγειο μπαρ, στο οποίο μπορείς να πεταχτείς το απόγευμα, να πιεις ένα τζιν τόνικ, να πεις τον πόνο σου στον/στην bartender, να ακούσεις λίγο καλή μουσική και να πας για ύπνο νωρίς. Ήταν το Poco a Poco κάπως έτσι, στην οδό Λουκιανού, αλλά έκλεισε, δυστυχώς. Οι γκαρσόνες-φίλες μου, μου λείπουν ήδη», λέει η Ξένια Κουναλάκη.

Από την πλευρά του, ο Δημήτρης Μανιάτης, δημοσιογράφος που συχνάζει από έφηβος στο Κολωνάκι, λέει πως «παρότι δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο “αστισμός” σε μια χώρα με αστική τάξη που διαχρονικά δεν περιγράφεται με τους ίδιους όρους που περιγράφεται σε χώρες της Δύσης, το Κολωνάκι σίγουρα αποτελεί και αποτέλεσε πεδίο παρασκηνιακών και προσκηνιακών ζυμώσεων, ως σημείο όπου περιτριγυρίζεται από κτίρια-σύμβολα εξουσίας και δημοκρατίας, από πρεσβείες, προξενεία και σπίτια δυνατών παιχτών».


Το Κολωνάκι έχει μία θέση για όλους

Ο Δημήτρης Μανιάτης μού μίλησε για το πώς ξεκίνησε η σχέση του με το Κολωνάκι, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν πια η Ελλάδα είχε αφήσει πίσω πολέμους και πολιτικές κρίσεις, ζώντας έναν μύθο νεοπλουτισμού. «Ξεκίνησα να συχνάζω στο Κολωνάκι από μαθητής της Γ΄ Γυμνασίου. Ερχόμασταν αλητάμπουρες, για να παίξουμε μπιλιάρδο στο Old Vienna, ένα υπόγειο στην πλατεία. Εκεί πίναμε και υπέροχη κρύα σοκολάτα. Για μένα, παρότι τότε δεν έμενα στο Κολωνάκι, μου έμοιαζε πάντα οικείο, λόγω και των συμπατριωτών μου Μυκονιατών που έβλεπα εδώ. Ο Φιλιππής Κοντιζάς και η Χρύσα. Η οικογένεια Ράπτη. Ο Νίκος Γρυπάρης του Caprice. Ο Γεροδήμος και τόσοι άλλοι. Αργότερα, δούλεψα πόρτα στο Argo Bar, στην Πλουτάρχου και αργότερα νοίκιασα και το πρώτο σπίτι. Υπόγειο Κλεομένους. Δεινοκράτους. Σπευσίππου. Δόξα Πατρή. Ωραίες γυναίκες, καλοντυμένος κόσμος και μια αφελής ή σοβαρή αίσθηση παραγοντισμού από περσόνες που μόνον εδώ έβλεπες ή και βλέπεις. Από στέκια, μου άρεσαν πολύ το Dolce -λίγο αργότερα μετονομάστηκε σε Φίλιον-, το Αrgo Bar, φυσικά Rock ’n’ Roll, Poco σε Λουκιανού, Tops, Φιλίππου, Codice Blu.

Εσχάτως πηγαίνω σε Minnie και σε Dry».
Το Κολωνάκι δείχνει να έχει μια μαγική δύναμη που μπορεί να συγκεράσει όλες τις πλευρές της σύγχρονης Ελλάδας, από πριγκίπισσες που γέννησαν βασιλιάδες και δούκες, έως συμμορίες που μαζεύονταν στη Δεξαμενή, για να παίξουν ξύλο, ανάμεσα στους οποίους ήταν, σημειωτέον, και ο Νίκος Αλέφαντος. Είναι μία συνοικία όπου μένουν γόνοι πλούσιων οικογενειών, αλλά αγκαλιάζει και τις παρυφές της μεσαίας τάξης, όσους θέλουν να ζήσουν -έστω και με αρκετή δόση μικροαστισμού- το vanity του αστισμού, παρότι στην πραγματικότητα η τσέπη τους δεν τους το επιτρέπει. Όλα αυτά συμβαίνουν σε μια συνοικία, όπου κάποιος μπορεί να απολαύσει καθημερινά τη μυρωδιά του χαρτιού στο παλαιοβιβλιοπωλείο στη Μαρασλή, να χαζέψει το κουδούνι του Νάνου Βαραωρίτη στη Λουκιανού, να κοιτάζει με τις ώρες τον Άγιο Διονύσιο τον Αεροπαγίτη, που προσφέρει δροσιά και σκιά στους περαστικούς τους καλοκαιρινούς μήνες, να βρει τα καλύτερα χαρμάνια στο καφεκοπτείο του Μισεγιάννη, να πετύχει και να πιάσει κουβέντα με τον Κωνσταντίνο Τζούμα ή την ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ στο Φίλιον.
Πηγή
Share on Google Plus
    Blogger ΣΧΟΛΙΑ
    Facebook ΣΧΟΛΙΑ

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου