Ελπίδα και φόβος: η προαιώνια σύγκρουση


Η ελπίδα είναι κινητήρια δύναμη της ανθρώπινης ζωής. Μόνο που συχνά εκτρέπεται σε ψευδαίσθηση…

Αν θέλαμε να συμπληρώσουμε την πασίγνωστη ρήση πως ”η ελπίδα πεθαίνει τελευταία”, θα λέγαμε πως ‘ο φόβος γεννιέται πρώτος’. Πράγματι, το πιο αρχέγονο συναίσθημα στον άνθρωπο είναι ο φόβος: σκεφτείτε το νεογέννητο που από το σκοτάδι της μήτρας εξέρχεται σε έναν φωτεινό αλλά παντελώς άγνωστο κόσμο. Τον αρχαικό, τον πρωτόγονο άνθρωπο, που ήταν ζωσμένος από σωρεία ανεξήγητων, πρωτόφαντων και επικίνδυνων πραγμάτων μέσα στην άγρια φύση. Σκεφτείτε, πάλι, τη διαρκώς απειλούμενη ύπαρξή μας, που αυτόματα εγείρει τον φόβο σε οριακές στιγμές. Ή τις κάθε είδους προλήψεις μας, κατάλοιπα μιας αρχέγονης ανθρώπινης κατάστασης δεισιδαιμονίας, που δεν πρόκειται ποτέ να εξαλειφθεί από το είδος μας, όσο κι αν συνεχώς αναπτύσσεται η Επιστήμη με τον άκρατο ορθολογισμό της.

Κάτι ξέρουν όσοι εκμεταλλεύονται την επίγνωση της αλήθειας αυτής, προκειμένου να χειραγωγούν τις μάζες. Θρησκευτικοί ταγοί (ιερείς) -για παράδειγμα- που διαστρεβλώνουν σκόπιμα τις διδασκαλίες και το πνεύμα της θρησκείας, εμφανίζοντας τον Θεό ως τιμωρό (και την ”Κόλαση” ως μεταθανάτιο τόπο τιμωρίας και μαρτυρίου) ή πολιτικοί-ρήτορες, όταν -συχνότατα- στις ομιλίες τους, και κυρίως τις προεκλογικές, πρώτα και πάνω από όλα ενσπείρουν σενάρια φόβου, τα οποία συνδέουν φυσικά με επικείμενη έλευση των Άλλων στην εξουσία: ”οι αντίπαλοι θα φέρουν την καταστροφή. Το… χάος”. Έτσι λένε. Εν μέσω επικής μουσικής, που υποβάλλει ξεχωριστές ιδέες, αισθήματα και προσδοκίες, έτσι φωνάζουν μπροστά στα παλλόμενα από ενθουσιασμό πλήθη, τα οποία ίσως περισσότερο κι από ό,τι υποστηρίζουν από κοινού τα μέλη τους, τα ενώνει ό,τι αποστρέφονται. Ό,τι απεχθάνονται. Τα ίδια βέβαια διατείνονται και τα επιτελεία που αναλαμβάνουν την προεκλογική διαφημιστική καμπάνια των κομμάτων, μέσα όχι μόνο από κατάλληλες λέξεις ή φοβικά μότο, αλλά και και από χαρακτηριστικές υποβλητικές εικόνες που ”παίζουν” με το ασυνείδητο και με τη φαντασία μας, η οποία -αν μη τι άλλο- πάντα περιέχει ”σπέρματα” φόβου.

Τι ”εσχατολογικές” συνδηλώσεις -στ’ αλήθεια- γεννούν τέτοια ακούσματα; Και πόσο καλύπτουν μια κενή -ενδεχομένως-, ψευδή ή αντιφατική επιχειρηματολογία, ώστε -και μόνο με τη ”δαμόκλειο σπάθη” του φόβου για τους  Άλλους (ή το …άλλο)- να σπεύδουμε να προλάβουμε το επερχόμενο ”ατύχημα” (της μόδας η λέξη στα πολιτικά συμφραζόμενα);  Ή πόσο γλυκά -από την άλλη- ηχούν στα ευαίσθητα αυτιά του πλήθους οι ελπίδες -βάσιμες ή φρούδες, δεν έχει σημασία- που προσφέρει ο ομιλών για ένα καλύτερο αύριο; Που είναι σε τελική ανάλυση το μόνο το οποίο θέλει να ακούσει ο όχλος: δεν θέλει, δεν τον νοιάζει  ή δεν τον συμφέρει να ακούσει την αλήθεια. Γιατί τις μάζες δεν τις ενδιαφέρει η λογική. Δεν ικανοποιεί τον καθένα ξεχωριστά μέσα σ’ αυτές η επίκληση της ηθικής (έστω κι αν -όλοι μαζί συγκεντρωμένοι στον χώρο- φαινομενικά την επικροτούν, στο όνομα του καθωσπρεπισμού, αλλά και των συντηρητικών ενστίκτων που κυριαρχούν στον όχλο). Το μόνο που θέλουν είναι να ερεθίζεις το θυμικό τους. Το συναίσθημά τους. Να ελπίζουν. Και να το ακούν, έστω κι αν διαψευστούν οι προσδοκίες τους.

Βλέπετε, εκ των υστέρων δύσκολα θα απαιτήσει κάποιος στα σοβαρά αποκατάσταση της αλήθειας: ό,τι έγινε, έγινε.

Λέξεις κατάλληλες για τούτο, ασφαλώς υπάρχουν. Κατάλληλες με την αοριστία-τους να προκαλούν μια μυστηριώδη δύναμη. Και να υποβάλλουν τα πλήθη, αφού στις συλλαβές και στο άκουσμά-τους περικλείονται ασυνείδητοι ανθρώπινοι πόθοι, καθώς και η ελπίδα της πραγματοποίησής τους. Το ίδιο κάνουν και οι ρήσεις μεγάλων προσώπων, τα τσιτάτα που και μόνο το άκουσμα του ονόματος που τα διατύπωσε, ασκεί μια αναντίρρητη αποδοχή στον καθένα. Οι πολιτικοί τα επαναλαμβάνουν διαρκώς, σαν μια αιώνια παρακαταθήκη του αυτονόητου που υποτάσσει τις μάζες.

Αντίβαρο πράγματι στο αρχέγονο και θεμελιακό για την ανθρώπινη ύπαρξη συναίσθημα του φόβου αποτελεί η ελπίδα. Που -γενικά ως νοητική κατάσταση- άλλοτε προκύπτει από τη ροή των πραγμάτων, κάνοντάς μας να αισιοδοξούμε εύλογα για μια καλύτερη εξέλιξη των πραγμάτων. Ή άλλοτε πάλι δεν προκύπτει, δεν δικαιολογείται απ’ αυτά, αλλά -σαν ”εξαρτημένο αντανακλαστικό”-αποτελεί προιόν ενός ισχυρού αμυντικού μηχανισμού απέναντι στην επαπειλούμενη κατάρρευση του ψυχισμού μας. Ή, ειδικότερα, ενός  εκτονωτικού -απλώς- μηχανισμού, στο γενικότερο πλαίσιο της εξισορρόπησης των συναισθημάτων, που μοιάζει να αποτελεί τη φυσική ανάγκη αυτού του ψυχισμού. Εκεί όμως είναι που ελλοχεύει ο κίνδυνος η ελπίδα να εκτρέπεται σε ψευδαίσθηση. Και να εξασθενίζει ίσως τη δράση μας ή τον αυστηρό λογισμό μας.

Χρειάζεται τελικά να βρούμε το μέτρο. Τη ”λελογισμένη” αισιοδοξία, εν προκειμένω: αυτή που περιέχει μέσα της και επιφυλάξεις. Οι οποίες προκύπτουν από το έτσι κι αλλιώς αβέβαιο οποιασδήποτε ανθρώπινης κατάστασης. Εκεί εξάλλου, όπως είπαμε και παραπάνω, παίζεται όλο το παιχνίδι του πώς υποδεχόμαστε τα γεγονότα: στην (α)συμφωνία των προσδοκιών με την πραγματικότητα.
Share on Google Plus
    Blogger ΣΧΟΛΙΑ
    Facebook ΣΧΟΛΙΑ

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου