Στην Ελλάδα του 19ου αιώνα ο τοκογλυφικός δανεισμός εξακολουθεί να αποτελεί θεμελιακή σχέση μεταξύ εμπορικού τοκογλυφικού κεφαλαίου και αγροτικής παραγωγής, όπως στον 18ο αιώνα. H ίδρυση υποκαταστημάτων της E.T.E. στις σταφιδοφόρες επαρχίες της Πελοποννήσου και η εισαγωγή της αγροτικής προσωπικής πίστης το 1861 από την E.T.E. θα υπονομεύσει, σε κάποιο βαθμό, το μοντέλο χωρίς όμως να το διαταράξει σοβαρά.
Βέβαια, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τριάντα περίπου χρόνια μετά την ίδρυση της E.T.E. τα μισά της περίπου υποκαταστήματα λειτουργούν είτε στο σταφιδοφόρο τόξο της Βόρειας και της Δυτικής Πελοποννήσου, είτε σε πόλεις που λίγο έως πολύ εμπλέκονται στο εμπόριο της σταφίδας. Το κύριο όμως μέρος των συναλλαγών της E.T.E. δεν θα ξεφύγει από τα πλαίσια του κυρίαρχου κοινωνικού στρώματος. H πιστοληπτική υπεροχή τους θα παραμείνει κύριο χαρακτηριστικό της λειτουργίας της τράπεζας μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.
Οι υπόλοιποι κτηματίες της περιοχής είναι αναγκασμένοι να προσφεύγουν για δανεισμό στους εμπόρους με τοκογλυφικούς όρους. H εγκατάσταση της E.T.E. στην Πελοπόννησο δεν επιφέρει λοιπόν κάποια ριζική αλλαγή στα δεδομένα της αγροτικής πίστης στην περιοχή: η απόλυτη εξάρτηση των κτηματιών από το εμπορικό κεφάλαιο της περιοχής, ελάχιστα διαταράχτηκε.
Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα η εξάρτηση αυτή εντάθηκε περισσότερο αφού η τράπεζα χορηγούσε σχετικά εύκολα πιστώσεις στους εμπόρους που με τη σειρά τους χρηματοδοτούσαν την παραγωγή με τοκογλυφικούς όρους.
O Γ. Δερτιλής αναφέρει ότι εκείνος που ωφελήθηκε από την κτηματική πίστη υπήρξε «η αστική και ημιαστική ιδιοκτησία» και μιλά για ένα σύστημα «αλυσιδωτού δανεισμού» που φαίνεται ότι επικρατούσε στις σταφιδοφόρες επαρχίες της Πελοποννήσου : «...καθώς ο τόκος που ζητά η Τράπεζα είναι κατά πολύ κατώτερος της ελεύθερης αγοράς, η Τράπεζα δανείζει τον ιδιώτη χρηματιστή ή μεγαλέμπορο της Πάτρας π.χ. με 7% ή 8%, αυτός κατόπιν δανείζει τον έμπορο της Κυπαρισσίας προς 12% ή 15%, εκείνος με τη σειρά του δανείζει προς 18%-24% τον τοκογλύφο της Μεσσήνης, ο οποίος πιστοδοτεί την περιφέρειά του προς 20%-30%, ή και περισσότερο...»
(Βλ. Δερτιλής Γ., Ελληνική οικονομία και βιομηχανική επανάσταση 1830-1910, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1984, σελ. 35-36).
Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου