Η ετοιμολογία της λέξης, από μόνη της, έχει μια άλλη δύναμη. Μια
δύναμη που μπορεί να σου φέρει ένα χαμόγελο, μια αίσθηση ικανοποίησης.
Απόγευμα, σημαίνει αυτό που ακολουθεί του γεύματος. Η συνέπεια. Κι όταν
μιλάμε για τη συνέπεια μιας απ’ τις μεγαλύτερες απολαύσεις στον
πλανήτη, τότε η απόρροιά του δεν μπορεί παρά να σε κάνει να
χαμογελάσεις.
Έχουν
μια μελαγχολική χαρά τα απογεύματα. Είναι εκείνη η ώρα της ημέρας, που
για λίγο χαλαρώνεις, όπου κι αν βρίσκεσαι. Σαν να το ζητάει το σώμα σου,
να πάρεις μια βαθιά ανάσα, γιατί μέχρι κι ο ήλιος ηρεμεί για λίγο.
Εκείνο το λίγο πριν φύγει για άλλη μια μέρα, που παίρνει ένα
πορτοκαλοκόκκινο χρώμα, τόσο οικείο που νομίζεις πως πια σταμάτησε να
καίει. Πως πια μόνο να σε ζεστάνει μπορεί.
Σου ζητάει να σταθείς το απόγευμα, να παρατηρήσεις τα χρώματα και τις αισθήσεις της μέρας, που αλλάζουν κι ομορφαίνουν, μέσα από ένα φως που μυρίζει μοβ κι απαλό γαλάζιο. Μέσα από σύννεφα που μοιάζουν χτενισμένα, λεία, σχεδόν διάφανα.
Κι είναι αλήθεια τόσο απίθανο, να μπορείς να διακρίνεις με καθαρότητα, τη διαβάθμιση που κάνει το φως μέχρι να γίνει νύχτα. Το καταλαβαίνεις όταν δυσκολεύεσαι πια να διαβάσεις το βιβλίο σου στη θάλασσα το καλοκαίρι. Σου ζητάει το ηλιοβασίλεμα να το κοιτάξεις και να του αφιερώσεις λίγα λεπτά. Είναι φιλικά προς τον χρήστη τα απογεύματα, γιατί χωρίς να είναι ενοχλητικά, είναι τόσο έντονα ταυτόχρονα.
Τα πρωινά έχουν το ξύπνημα, οι νύχτες τις αναμνήσεις και τα απωθημένα. Τα χαράματα κουβαλούν όλες τις σκληρές αλήθειες που δε θέλεις να πεις. Το απόγευμα είναι ένα χάδι, είναι μια φωνή που σου λέει «δεν πειράζει». Και δεν ξέρω κανέναν άνθρωπο που δε χρειάστηκε ένα «δεν πειράζει» κάποια στιγμή στη ζωή του. Που δεν το ζήλεψε για πράγματα που ποτέ δε σταμάτησαν να πειράζουν.
Έχουν ελαφρύ καλό καφέ και τζαζ μουσική, έχουν βασιλικό στο μπαλκόνι και μυρωδιά μαμαδίστικης μαγειρικής να βγαίνει απ’ την κουζίνα.
Είναι η ώρα που το να πεις «σ’αγαπάω» ή «μου λείπεις», βγαίνει απλά λίγο πιο εύκολα απ’ τα χείλη. Πιο αβίαστα. Είναι το τηλεφώνημα που θα κάνεις στη μαμά σου έτσι, για να δεις τι κάνει. Είναι η βόλτα με το ποδήλατο στην παραλιακή, με τα γυαλιά στο κεφάλι, γιατί δεν τα χρειάζεσαι πια και τη ζακέτα στη μέση, για όταν βραδιάσει εντελώς.
Είναι το παγωτό που θα φας με μια μικρή συστολή κι ενοχική απόλαυση, γιατί φοβάσαι μήπως κρυώσεις, μα το θέλεις περισσότερο απ’ όσο φοβάσαι.
Κι όποιος δε συμπαθεί τα απογεύματα, είναι γιατί δεν τους έχει δώσει ακόμα μια ευκαιρία. Θέλουν συμφωνίες αυτές οι ώρες της ημέρας. Θέλει να πεις, εγώ είμαι ανοιχτός, είμαι διαθέσιμος στα συναισθήματα και τις εμπειρίες που έχεις να μου προσφέρεις.
Κι όταν το πεις αυτό, εκείνο με τη σειρά του, θα σου δώσει μια αίσθηση ελευθερίας, μια άνεση να πεις «δεν πειράζει» σε πράγματα που μπορεί να πειράζουν βαθιά. Να μπορείς να πεις με σιγουριά πως είναι εντάξει να μην έχεις την τέλεια διάθεση και να είσαι καλά που δεν είσαι καλά. Να το αποδεχτείς και να ηρεμήσεις μέσα σου. Να αναπνεύσεις κανονικά.
Απόγευμα. Από το γεύμα. Γεύμα για την ψυχή, ουσία για το σώμα. Αυτό είναι τα απογεύματα. Αυτό, μαζί με ένα βαθύ μοβ-πορτοκαλί χρώμα. Απλό κι ουσιώδες. Σαν τη ζωή που θέλεις να ζήσεις.
Σου ζητάει να σταθείς το απόγευμα, να παρατηρήσεις τα χρώματα και τις αισθήσεις της μέρας, που αλλάζουν κι ομορφαίνουν, μέσα από ένα φως που μυρίζει μοβ κι απαλό γαλάζιο. Μέσα από σύννεφα που μοιάζουν χτενισμένα, λεία, σχεδόν διάφανα.
Κι είναι αλήθεια τόσο απίθανο, να μπορείς να διακρίνεις με καθαρότητα, τη διαβάθμιση που κάνει το φως μέχρι να γίνει νύχτα. Το καταλαβαίνεις όταν δυσκολεύεσαι πια να διαβάσεις το βιβλίο σου στη θάλασσα το καλοκαίρι. Σου ζητάει το ηλιοβασίλεμα να το κοιτάξεις και να του αφιερώσεις λίγα λεπτά. Είναι φιλικά προς τον χρήστη τα απογεύματα, γιατί χωρίς να είναι ενοχλητικά, είναι τόσο έντονα ταυτόχρονα.
Τα πρωινά έχουν το ξύπνημα, οι νύχτες τις αναμνήσεις και τα απωθημένα. Τα χαράματα κουβαλούν όλες τις σκληρές αλήθειες που δε θέλεις να πεις. Το απόγευμα είναι ένα χάδι, είναι μια φωνή που σου λέει «δεν πειράζει». Και δεν ξέρω κανέναν άνθρωπο που δε χρειάστηκε ένα «δεν πειράζει» κάποια στιγμή στη ζωή του. Που δεν το ζήλεψε για πράγματα που ποτέ δε σταμάτησαν να πειράζουν.
Έχουν ελαφρύ καλό καφέ και τζαζ μουσική, έχουν βασιλικό στο μπαλκόνι και μυρωδιά μαμαδίστικης μαγειρικής να βγαίνει απ’ την κουζίνα.
Είναι η ώρα που το να πεις «σ’αγαπάω» ή «μου λείπεις», βγαίνει απλά λίγο πιο εύκολα απ’ τα χείλη. Πιο αβίαστα. Είναι το τηλεφώνημα που θα κάνεις στη μαμά σου έτσι, για να δεις τι κάνει. Είναι η βόλτα με το ποδήλατο στην παραλιακή, με τα γυαλιά στο κεφάλι, γιατί δεν τα χρειάζεσαι πια και τη ζακέτα στη μέση, για όταν βραδιάσει εντελώς.
Είναι το παγωτό που θα φας με μια μικρή συστολή κι ενοχική απόλαυση, γιατί φοβάσαι μήπως κρυώσεις, μα το θέλεις περισσότερο απ’ όσο φοβάσαι.
Κι όποιος δε συμπαθεί τα απογεύματα, είναι γιατί δεν τους έχει δώσει ακόμα μια ευκαιρία. Θέλουν συμφωνίες αυτές οι ώρες της ημέρας. Θέλει να πεις, εγώ είμαι ανοιχτός, είμαι διαθέσιμος στα συναισθήματα και τις εμπειρίες που έχεις να μου προσφέρεις.
Κι όταν το πεις αυτό, εκείνο με τη σειρά του, θα σου δώσει μια αίσθηση ελευθερίας, μια άνεση να πεις «δεν πειράζει» σε πράγματα που μπορεί να πειράζουν βαθιά. Να μπορείς να πεις με σιγουριά πως είναι εντάξει να μην έχεις την τέλεια διάθεση και να είσαι καλά που δεν είσαι καλά. Να το αποδεχτείς και να ηρεμήσεις μέσα σου. Να αναπνεύσεις κανονικά.
Απόγευμα. Από το γεύμα. Γεύμα για την ψυχή, ουσία για το σώμα. Αυτό είναι τα απογεύματα. Αυτό, μαζί με ένα βαθύ μοβ-πορτοκαλί χρώμα. Απλό κι ουσιώδες. Σαν τη ζωή που θέλεις να ζήσεις.
Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου