Ο Λύσιππος γεννήθηκε στη Σικυώνα γύρω στο 390 π.X. και πέθανε κει, 60 περίπου χρόνια μετά. Εργάτης του χαλκού στα νεανικά του χρόνια, υπήρξεν αυτοδίδακτος στη τέχνη της γλυπτικής κι αργότερα ηγήθηκε της Σχολής του ‘Αργους και της Σικυώνας κι έγινε ο προσωπικός γλύπτης του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Δημιούργησε, σύμφωνα με μαρτυρία από τον Πλίνιο, περισσότερα από 1500 έργα, όλα σε χαλκό. Κανένα από τα έργα του δεν έχει διασωθεί, παρά μόνον ορισμένα αντίγραφα. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι τα γλυπτά του ήταν φιλοτεχνημένα κυρίως από χαλκό, υλικό πολύτιμο για τους ανθρώπους σε δεύτερη χρήση. Το έργο του, που καλύπτει ολόκληρο τον 4ο αιώνα π.Χ. κι άσκησε ίσως τη μεγαλύτερη επίδραση σ’ ολόκληρη την ελληνιστική γλυπτική παραγωγή. Εκτός της Σικυώνας, τόπο που γεννήθηκε κι εργάστηκε κατά κύριο λόγο, εργάστηκε και σ’ άλλες μεγάλες πόλεις της αρχαιότητας, όπως Κόρινθο, Ίσθμια, ‘Αργος, Ολυμπία, Αθήνα, Δελφούς, Σπάρτη, Μακεδονία και Λήμνο.
Αντιπροσωπεύει μαζί με τον Λεωχάρη το τέλος της κλασσικής και ταυτόχρονα την αυγή της ελληνιστικής γλυπτικής. Οι μορφές του ολοκληρώνουν τα επιτεύγματα του Σκόπα κι απλώνονται στις τρεις διαστάσεις, προσφέροντας στο θεατή περισσότερες αισθητικά άρτιες όψεις. Είναι ψηλόλιγνες, εύκαμπτες, μυώδεις και με σχετικά μικρό κεφάλι. Ήτανε περίφημος πορτρετίστας κι ο Μέγας Αλέξανδρος μόνον αυτόν εμπιστευόταν.
Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του σαν απλός εργάτης του χαλκού. Μη έχοντας τα μέσα για να σπουδάσει στις σχολές της Σικυώνας, έμαθε τη τέχνη της γλυπτικής μόνος του, όταν άκουσε τον ζωγράφο Εύπομπο να λέει, ότι δε θα μιμηθεί άλλο καλλιτέχνη, παρά μόνο τη φύση. Τα λόγια αυτά του δώσανε θάρρος κι άρχισε να μελετά τα έμψυχα όντα. Όταν πολύ αργότερα εγκαθίσταται στο παλάτι του Φιλίππου, στη Μακεδονία, γνωρίζεται με τον Αριστοτέλη, που μιλά για την ελευθερία του καλλιτέχνη. Τα έργα του, όπως ένα ανάγλυφο στο Παρίσι και το άγαλμα σκύλου τραυματισμένου που γλείφει την πληγή του σε στάση κουλούρας, αρπάζονται και διασκορπίζονται.
Ο καλλιτέχνης ακολουθεί τον στρατηλάτη ως την Αλεξάνδρεια και την Αραβία κι «η εικαστική γλώσσα αναπτύσσεται σ’ όλη αυτή τη πορεία μέσω των έργων» του Πελοποννήσιου γλύπτη όπου «συνυπάρχουν το στιγμιαίο της δράσης κι η έκφραση του συναισθηματικού κόσμου, μαζί με τη καμπύλη και την ευθεία, το φως και τη σκιά». Είναι ο δημιουργός του «Κολοσσού Της Ρόδου», που το κατέστρεψε μαθητής του!
Σε μαρτυρία του Πλουτάρχου αναφέρεται πως ο Aλέξανδρος αξίωνε να φιλοτεχνεί με τη σμίλη του τα αγάλματά του, μόνον αυτός ο διάσημος γλύπτης της εποχής. Όπως αναφέρει πάλι ο ίδιος, ο Λύσιππος ήταν ο πρώτος που τον έπλασε μ’ αυτή τη περίεργη στάση του κεφαλιού, επιτυγχάνοντας συγχρόνως να δώσει στη μορφή του τον πραγματικό χαρακτήρα και την αρετή του. Eνώ οι άλλοι καλλιτέχνες παρ’ ότι εμιμούντο τη χαρακτηριστική κλίση του κεφαλιού, δεν κατόρθωναν ν’ αποδώσουν την αρρενωπή και λεοντώδη εμφάνισή του. Tην εμφάνιση αυτή, που ήθελε όχι μόνον ο ίδιος, αλλά και το περιβάλλον του, το οποίο έπλαθε την αντίστοιχη εικόνα του μεγάλου στρατηλάτη και κοσμοκράτορα. Φαίνεται ότι και στην αρχαιότητα δεν έλειπε από το περιβάλλον των μεγάλων ηγετών, αυτό που σήμερα αποκαλούμε image-makers!
Πολλές θεωρίες έχουν διατυπωθεί μέχρι σήμερα για την περίεργη αυτή στάση του κεφαλιού του Aλεξάνδρου, προσπαθώντας να αποκαλύψουνε τα αίτιά της.
Τονε προτιμούσε λοιπόν για τη κατασκευή του επίσημου πορτραίτου του, δηλαδή την εικόνα που ‘θελε να προβάλλει στους υπηκόους του. Κι αυτό «γιατί μόνον αυτός κατάφερνε κι αποτύπωνε στον χαλκό το ήθος του, δηλαδή τη προσωπικότητά του κι αποκάλυπτε μαζί με τη μορφή και την αρετή του».
Αρχαίοι συγγραφείς μας πληροφορούν ότι στ’ αγάλματα αυτά η κεφαλή του είχε μια κίνηση προς τα πάνω, ο λαιμός τους μια ελαφριά στροφή προς τα αριστερά, τα μάτια του ακτινοβολούσαν ένα τρυφερό και συνάμα παθιασμένο «υγρό» βλέμμα, ενώ η όλη εικόνα του εξέπεμπε αρρενωπότητα και διακρινόταν από λεοντώδη χαρακτηριστικά. Τα τελευταία εξωτερικεύονταν κυρίως με τα πλούσια μαλλιά που χωρίζονταν στη μέση πάνω από το μέτωπο, θυμίζοντας χαίτη λιονταριού. Μοιάζανε πράγματι με λιονταρίσια χαίτη γιατί οι διατεταγμένοι σε δυο σειρές βόστρυχοί τους ήταν φλογόσχημοι κι ορθώνονταν στο κεντρικό τμήμα του μετώπου πέφτοντας προς τους κροτάφους.
Εν άλλο βασικό γνώρισμα των πορτραίτων του Αλεξάνδρου ήταν το ξυρισμένο πρόσωπο. Πρέπει να ‘ναι ένας από τους πρώτους διάσημους θνητούς που απεικονίστηκε στη μεγάλη πλαστική της ελληνικής αρχαιότητας χωρίς γένι, κάτι που σαφώς υποδήλωνε τη φυσική ομορφιά και τη νεότητά του, ενώ σε παλιότερες εποχές το ξυρισμένο πρόσωπο ήταν συνήθως σημάδι δειλίας και θηλυπρέπειας.
Δεν μας έχει διασωθεί κανένα από τα αγάλματα του Αλεξάνδρου που είχε φιλοτεχνήσει ο Λύσιππος, ωστόσο γνωρίζουμε ορισμένα μεταγενέστερα, που άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο μας δίνουνε κάτι απ’ αυτά τα έργα. Το πιο γνωστό απ’ αυτά, που συμβαίνει μάλιστα ναναι και το μόνο του οποίου η ταύτιση ως πορτραίτο του Αλεξάνδρου επιβεβαιώνεται από την επιγραφή που φέρει, δυστυχώς δε μας διασώζεται σε καλή κατάσταση κι επιπλέον φέρει πολλές συμπληρώσεις. Πρόκειται για μια μαρμάρινη ερμαϊκή στήλη του 2ου αι. μ.X. που βρέθηκε στα περίχωρα της Ρώμης και βρίσκεται σήμερα στον Λούβρο. Είναι γνωστή στους ειδικούς ως Στήλη Azara από τ’ όνομα ενός Ισπανού διπλωμάτη που την είχε κάποτε στη κατοχή του.
Τ’ αγάλματα του Αλεξάνδρου που ‘πλασεν ο Λύσιππος επηρέασαν αποφασιστικά τις επίσημες απεικονίσεις των διαδόχων του κι ως ένα βαθμό χρησίμευσαν ως πρότυπό τους. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ελληνιστικοί ηγεμόνες κι αργότερα Ρωμαίοι αυτοκράτορες και στρατηγοί μιμήθηκαν γνωρίσματα των επίσημων αυτών απεικονίσεών του.
Μερικοί τον έχουν ονομάσει σαν τον πρώτον ιμπρεσιονιστή, που δεν είναι απόλυτα σωστό. Αυτό που επιδίωξεν, είναι να δώσει ζωή και χαρακτήρα στ’ αγάλματα του κι αυτό είναι που χαρακτηρίζει κάθε έργο του. Η εντύπωση έρχεται φυσικά. Μπορούμε να δούμε όλα αυτά τα χαρακτηριστικά στον «Ηρακλή» του, στο αντίγραφο του Γλύκωνα, το πραγματικό κολοσσιαίο άγαλμα, περίπου 3,5 μέτρα ύψος, που ήτανε τοποθετημένο στην Αγορά της Σικυώνας. Υπάρχουν αρκετά σωζόμενα αντίγραφα του Γλύκωνα κι ένα από αυτά βρίσκεται στο Πίτι Πάλας της Φλωρεντίας, φέροντας το όνομά του. Η ιδιαίτερη ικανότητά του στον χειρισμό της κλίμακας επανέφερε την κολοσσική τέχνη στη μόδα της εποχής. Όσον αφορά στην απόδοση του συναισθηματισμού των μορφών του, δημιούργησε έναν καινούργιο τύπο Ηρακλή, τον «Ηρακλή Farnese» ή «Κουρασμένο Ηρακλή», ο οποίος κι αντιγράφηκε όσο κανένας άλλος στην αρχαιότητα. Τον ήρωα απεικονίζει εξουθενωμένο να γέρνει στο ρόπαλό του επιζητώντας τη ξεκούραση, αφού είχε πραγματοποιήσει τους λαμπρούς του άθλους κι είχε υπομείνει τις δοκιμασίες της ζωής.
«‘Αλλοι καλλιτέχνες κάνουν τους ανθρώπους όπως είναι, εγώ τους κάνω όπως φαίνονται». Αυτά είναι τα λόγια του, με τα οποία εκφράζει την ιδιαιτερότητα της τεχνοτροπίας του. Με τον Λύσιππο, η τέχνη της γλυπτικής ανακαινίζεται. Η γεροδεμένη μορφή του «Δορυφόρου» του Πολύκλειτου, αντικαθίσταται από μια λεπτότερη και πιο ανάλαφρη δημιουργία. Κάνει τα πόδια πιο λεπτά και μακρύτερα, το κεφάλι μικρότερο, η αναλογία του είναι το ένα όγδοο του σώματος κι όχι το έν έβδομο του Πολύκλειτου. Όλ’ αυτά συμβάλλουν στη δημιουργία λεπτότερης κι υψηλότερης μορφής. Αλλά η πραγματική καινοτομία του βρίσκεται στ’ ότι δίνει στα έργα του μια πραγματικά τρίτη διάσταση.
Αυτό το καταφέρνει στον «Αποξυόμενο» τοποθετώντας τα χέρια εκτεταμένα, το ένα εκτεινόμενο σ’ όλο το μήκος του και τ’ άλλο λίγο λυγισμένο από κάτω, σ’ απόλυτη αρμονία. Απ’ όποιο σημείο κι αν δεις τα έργα του, σου δίνουνε τη πραγματική εικόνα και σ’ ωθούν να τα περιεργαστείς απ’ όλες τις κατευθύνσεις. Φέρει τη σφραγίδα του πραξιτέλειου κανόνα αναλογιών, αλλά έχει τα χέρια του τεντωμένα στην πράξη της απόξεσης από τη λάσπη και τις ακαθαρσίες που κόλλησαν πάνω στο αλειμμένο με λάδι σώμα. Έτσι, αγκαλιάζει τον τρισδιάστατο χώρο, προβάλλοντας ταυτόχρονα μια διαφορετική αίσθηση ισορροπίας από εκείνη του contrapposto. Ο βραχίονας της μορφής απλώνεται μπροστά από τον κορμό, ανάμεσα στο άγαλμα και το θεατή και το θέμα γίνεται τρισδιάστατο, απελευθερώνοντας αρκετές οπτικές γωνίες για το θεατή. Η απελευθέρωση της γλυπτικής από τη μετωπική πόζα θα οδηγήσει στην απεικόνιση ελεύθερων και περισσότερο ρεαλιστικών μορφών, ανοίγοντας νέους εικαστικούς δρόμους, συνδεόντας το γλυπτό με τον υπάρχοντα χώρο.
Στη διάρκεια των πρώτων χρόνων της δημιουργίας του, ασχολήθηκε με την παραγωγή αγαλμάτων αθλητών σύμφωνα με τα πρότυπα του Πολύκλειτου. Στην πορεία όμως ο ίδιος επέφερε στιλιστικές και μορφολογικές αλλαγές, σημαντικότερες από τις οποίες μπορούν να συνοψιστούν στις εξής:
(α) Τα κεφάλια των αγαλμάτων του, όπως εξάλλου παρατηρεί και ο Πλίνιος, είναι μικρότερα από ό,τι στην κλασική ελληνική πλαστική (περίπου το ένα όγδοο του ύψους του σώματος αντί για το προηγούμενο ένα έβδομο)·
(β) Το σώμα συστρέφεται με τέτοιο τρόπο που αναγκάζει το θεατή να προσαρμοστεί στο χώρο του αγάλματος, αφού δεν μπορεί πλέον να έχει την πλήρη εποπτεία του από ένα και μόνο σημείο·
(γ) Τα πόδια και τα χέρια προεκτείνονται έξω από τον παραδοσιακό κλειστό χώρο εισδύοντας σε κείνο του θεατή. Πολλοί μελετητές συμφωνούν ότι η επιτηδευμένη θεατρικότητα που φαίνεται στα έργα του εξυπηρετούσε τη πρόθεσή του να εκπλήξει τους θεατές του. Το αποτέλεσμα αυτό σε γενικές γραμμές επιτεύχθηκε μ επεμβάσεις στη κλίμακα των μορφών και με μια «εξπρεσιονιστική» απόδοση του συναισθηματισμού τους.
Κανένα άλλο έργο του δεν είναι καλύτερο παράδειγμα να φανερώσει τη κρυφή έννοια των λόγων του, από τη προτομή του «Σωκράτη». Αντίγραφο του πρωτότυπου χάλκινου έργου φτιαγμένο, γύρω στο 370 π.Χ. Το άσχημο σε χαρακτηριστικά πρόσωπο του Σωκράτη, στα χέρια του γίνεται όμορφο, γεμάτο ανθρωπιά, αντανακλώντας τη μεγάλη νοημοσύνη του. Όπως βλέπουμε, για τον Λύσιππο έχει πολύ μεγάλη σημασία η έκφραση του προσώπου όπως προεκβάλλεται από την ψυχή. Μπορούμε να δούμε στο φωτεινό κι ήρεμο πρόσωπο του Σωκράτη, τον δυνατό χαρακτήρα, τη καλοσύνη και την ευφυΐα του. Έτσι τονε βλέπαν οι φίλοι κι οι μαθητές του κι έτσι τονε περιέγραψαν.
Τα …ακατανόητα λόγια του είναι πολύ καθαρά. «‘Αλλοι καλλιτέχνες κάνουν τους ανθρώπους όπως είναι», εννοώντας ότι οι άλλοι δίνουν μόνο μιαν ακριβή και λεπτομερή περιγραφή στα έργα τους, «εγώ τους κάνω όπως φαίνονται», εννοώντας ότι γι’ αυτόν όχι οι λεπτομέρειες, αλλά ο χαρακτήρας κι η προσωπικότητα πρέπει να προβληθεί. (Εθνικό Μουσείο Νάπολης.)
Μπορούμε να τα δούμε όλ’ αυτά σε μικρότερο βαθμό στις προτομές του Αλέξανδρου ή του «Πυγμάχου». Είναι ίσως το μόνο αυθεντικό σωζόμενο έργο του σε χαλκό. Ο δημιουργός έχει διαλέξει την στιγμή, που οι δικαστές αναγγέλλουν τον νικητή. Ο Πυγμάχος, που πιθανότατα είναι ανήμπορος ν’ ακούσει πιθανά λόγω των τραυμάτων του, κοιτάζει προς τους δικαστές και το πλήθος για να επιβεβαιώσει το αποτέλεσμα. Τα τραύματα στο πρόσωπο του έχουν επιπροστεθεί από καθαρά φύλλα χαλκού. (Ρώμη: Εθνικό Μουσείο)
Ο «Αγίας» από τα Φάρσαλα. Μαρμάρινο αντίγραφο του χάλκινου αγάλματος του Αγία, ενός νέου και καλού αθλητή του παγκράτιου, που άκμασε γύρω στο 5ον αιώνα π.Χ. Ανήκει στο σύμπλεγμα των αγαλμάτων που αφιέρωσε στους Δελφούς και στον Απόλλωνα, γύρω στο 335 π.Χ. ο Θεσσαλός ιερομνήμων Δάοχος Β’. Το σώμα του παγκρατιαστή είναι λεπτό και ψηλό. Το άγαλμα στέκεται σταθερά, γεμάτο ζωή. Η έκφραση του προσώπου είναι μοναδική, χαρακτηριστικό των έργων του. (Μουσείο Δελφών).
Το πραγματικό, χάλκινο άγαλμά του με τίτλο «Ο Καιρός» ή «Η Ευκαιρία», ήτανε τοποθετημένο έξω από το σπίτι του, στην Αγορά της Ελληνιστικής Σικυώνας. Πρέπει να πούμεν εδώ πως η πόλη αυτή ήταν από τις πρώτες αρχαιοελληνικές πόλεις μ’ ένδοξο πολιτισμό κι ακμή. Επίγραμμα του Ποσείδιππου, αναφερόμενο στην αλληγορική μορφή του έργου λέει:
-Από που είναι ο δημιουργός σου;
-Από την Σικυώνα.
-Ποιο είναι το όνομα του;
-Λύσιππος.
-Ποίος είσαι εσύ;
-Είμαι ο Καιρός, που δαμάζει τα πάντα.
-Γιατί πατάς με τ’ άκρα των δακτύλων σου;
-Πάντα τρέχω.
-Γιατί έχεις φτερά στα πόδια σου;
-Σαν τον άνεμο πετάω.
-Γιατί κρατάς ξυράφι στο δεξί σου χέρι;
-Δείγμα προς τους ανθρώπους, πως είμαι πιο κοφτερός από την αιχμή του.
-Γιατί έχεις την κόμη στην όψη;
-Για να με αρπάξει εκείνος που θα με συναντήσει.
-Γιατί είσαι πίσω φαλακρός;
-Γιατί αν δεν με πιάσεις από μπρος, είναι αδύνατο να με πιάσεις από πίσω.
-Για πιο σκοπό σε έκανε ο τεχνίτης;
-Για σένα ξένε, για να μάθεις και να γίνεις σοφότερος.
Τέλος, στον «Έρωτα Τοξότη», μαρμάρινο αντίγραφο του πρωτότυπου, έχει κάνει το τόξο να μοιάζει σαν φίδι, που ο Έρως προσπαθεί να δαμάσει. Στο έργο αυτό απέδωσε για πρώτη φορά με ρεαλισμό τα παιδικά χαρακτηριστικά. (Ρώμη, Μουσείο Καπιτολίνι). [Περί γραφής]
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου